Hello, you have come here looking for the meaning of the word
χειροτερεύω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
χειροτερεύω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
χειροτερεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
χειροτερεύω you have here. The definition of the word
χειροτερεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
χειροτερεύω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From χειρότερ(ος) (cheiróter(os)) + -εύω (-évo).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /çi.ɾo.teˈɾe.vo/
- Hyphenation: χει‧ρο‧τε‧ρεύ‧ω
Verb
χειροτερεύω • (cheiroterévo) (past χειροτέρεψα/χειροτέρευσα, passive —)
- (intransitive) to deteriorate, to worsen, to get worse
- Synonym: επιδεινώνομαι (epideinónomai)
- Antonyms: καλυτερεύω (kalyterévo), βελτιώνομαι (veltiónomai)
- (transitive) to worsen, to make worse
- Synonym: επιδεινώνω (epideinóno)
- Antonyms: καλυτερεύω (kalyterévo), βελτιώνω (veltióno)
Conjugation
χειροτερεύω (active forms only)
|
Active voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
1 sg
|
χειροτερεύω
|
χειροτερέψω, χειροτερεύσω
|
2 sg
|
χειροτερεύεις
|
χειροτερέψεις, χειροτερεύσεις
|
3 sg
|
χειροτερεύει
|
χειροτερέψει, χειροτερεύσει
|
|
1 pl
|
χειροτερεύουμε, [‑ομε]
|
χειροτερέψουμε, [‑ομε], χειροτερεύσουμε, [‑ομε]
|
2 pl
|
χειροτερεύετε
|
χειροτερέψετε, χειροτερεύσετε
|
3 pl
|
χειροτερεύουν(ε)
|
χειροτερέψουν(ε), χειροτερεύσουν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
1 sg
|
χειροτέρευα
|
χειροτέρεψα, χειροτέρευσα
|
2 sg
|
χειροτέρευες
|
χειροτέρεψες, χειροτέρευσες
|
3 sg
|
χειροτέρευε
|
χειροτέρεψε, χειροτέρευσε
|
|
1 pl
|
χειροτερεύαμε
|
χειροτερέψαμε, χειροτερεύσαμε
|
2 pl
|
χειροτερεύατε
|
χειροτερέψατε, χειροτερεύσατε
|
3 pl
|
χειροτέρευαν, χειροτερεύαν(ε)
|
χειροτέρεψαν, χειροτερέψαν(ε), χειροτέρευσαν
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
1 sg
|
θα χειροτερεύω ➤
|
θα χειροτερέψω / χειροτερεύσω ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα χειροτερεύεις, …
|
θα χειροτερέψεις / χειροτερεύσεις, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … χειροτερέψει / χειροτερεύσει
|
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … χειροτερέψει / χειροτερεύσει
|
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … χειροτερέψει / χειροτερεύσει
|
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
χειροτέρευε
|
χειροτέρεψε, χειροτέρευσε
|
2 pl
|
χειροτερεύετε
|
χειροτερέψτε, χειροτερεύστε
|
|
Other forms
|
Active present participle ➤
|
χειροτερεύοντας ➤
|
Active perfect participle ➤
|
έχοντας χειροτερέψει ➤
|
Passive perfect participle ➤
|
—
|
|
Nonfinite form ➤
|
χειροτερέψει, χειροτερεύσει
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References