kraˈton/ (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /a.ris.to.kraˈton/ ᾰ̓ρῐστοκρᾰτῶν • (ărĭstokrătôn) m genitive plural of ᾰ̓ρῐστοκρᾰ́της (ărĭstokrắtēs)...
γὰρ μεῖξον τὸ δίκαιον τὸ τοῦ βασιλέως πρὸς τοὺς ὑπ’ αὐτόν, παρὰ τῶν ἀριστοκρατῶν καὶ τιμοκρατῶν πρὸς τοὺς ὑπὸ χεῖρα, καὶ ἡ φιλία καλλίων. Kath’ hekástēn...
(aristokrátis) αριστοκράτες (aristokrátes) genitive αριστοκράτη (aristokráti) αριστοκρατών (aristokratón) accusative αριστοκράτη (aristokráti) αριστοκράτες (aristokrátes)...