→ Turkish: asteroit ἀστεροειδής in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette ἀστεροειδής in the Diccionario Griego–Español...
αστεροειδής • (asteroeidís) m (feminine αστεροειδής, neuter αστεροειδές) star-shaped αστεροειδής γλυκάνισος m (asteroeidís glykánisos, “star anise”) αστεροειδής...
αστεροειδής (asteroeidís, “star shaped”) + γλυκάνισος (glykánisos, “aniseed”) αστεροειδής γλυκάνισος • (asteroeidís glykánisos) m (uncountable) star anise...
αστεροειδής (asteroeidís, “star shaped”) + κινητήρας (kinitíras, “engine”) αστεροειδής κινητήρας • (asteroeidís kinitíras) m (uncountable) (engineering)...
also: Asteroide, asteróide, asteroïde, and astéroïde From Ancient Greek ἀστεροειδής (asteroeidḗs, “starlike”), from ἀστήρ (astḗr, “star”). asteroide m (plural...
αστεροειδούς • (asteroeidoús) genitive masculine/feminine/neuter singular of αστεροειδής (asteroeidís)...
αστεροειδή • (asteroeidí) accusative masculine/feminine singular of αστεροειδής (asteroeidís)...
αστεροειδείς • (asteroeideís) nominative/accusative masculine/feminine plural of αστεροειδής (asteroeidís)...
αστεροειδών • (asteroeidón) genitive masculine/feminine/neuter plural of αστεροειδής (asteroeidís)...
αστεροειδές • (asteroeidés) nominative/accusative neuter singular of αστεροειδής (asteroeidís)...