food devoid of grain Second declension of ἄσῑτος; ἄσῑτον (Attic) ἀσῑτέω (asītéō) ἀσῑτῐ́ᾱ (asītíā) “ἄσιτος”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English...
άσιτος • (ásitos) m (feminine άσιτη, neuter άσιτο) (literary) famished, starved Declension of άσιτος ασιτία f (asitía, “starvation”) άσιτος, in Λεξικό...
plural ασιτίες) starvation Synonym: πείνα (peína) Declension of ασιτία άσιτος (ásitos, “famished, hungry”, adjective) ασιτία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής...
lentils): πῡρός (pūrós), κρῑθή (krīthḗ), ὄλῡρᾰ (ólūra), φᾰκός (phakós) ἄσῑτος (ásītos) παράσῑτος (parásītos) Σιτάλκης (Sitálkēs) σιτάριον (sitárion) σιτικός...