instrument Second declension of τὸ ὑδροσκόπῐον; τοῦ ὑδροσκοπῐ́ου (Attic) “ὑδροσκόπιον”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon...
ταριχοπώλιον ταρκάσιον τεκμήριον τηγάνιον τοπάζιον τόπιον τράγιον τραγῴδιον τραπέζιον τρικλίνιον τρυγόνιον ὑδροσκόπιον ὑπερθύριον ὑποζύγιον -εῖον (-eîon)...