10 Results found for "ᾰ̓́ποικος".

άποικος

άποικος • (ápoikos) m or f (plural άποικοι) colonist Οι Συρακούσες της Σικελίας ήταν αποικία των Κορινθίων. Siracusa in Sicily was a colony of Corinth...


ἄποικος

Sophocles, Oedipus the King 1518 Second declension of ᾰ̓́ποικος; ᾰ̓́ποικον (Attic) ᾰ̓́ποικος • (ápoikos) m (genitive ᾰ̓ποίκου); second declension (Attic...


άποικοι

άποικοι • (ápoikoi) m or f nominative plural of άποικος (ápoikos) vocative plural of άποικος (ápoikos)...


άποικε

άποικε • (ápoike) m or f vocative singular of άποικος (ápoikos)...


αποίκων

αποίκων • (apoíkon) m or f genitive plural of άποικος (ápoikos)...


αποίκου

αποίκου • (apoíkou) m or f genitive singular of άποικος (ápoikos)...


αποίκους

αποίκους • (apoíkous) m or f accusative plural of άποικος (ápoikos)...


άποικο

άποικο • (ápoiko) m or f accusative singular of άποικος (ápoikos)...


ἄποικοι

ᾰ̓́ποικοι • (ápoikoi) masculine/feminine nominative/vocative plural of ᾰ̓́ποικος (ápoikos)   IPA(key): /á.poi̯.koi̯/ → /ˈa.py.cy/ → /ˈa.pi.ci/ (5th BCE...


ἀποίκους

/aˈpi.kus/ ἀποίκους • (apoíkous) masculine/feminine accusative plural of ἄποικος (ápoikos) ἀποίκους • (apoíkous) accusative plural of ἄποικος (ápoikos)...