άποικος • (ápoikos) m or f (plural άποικοι) colonist Οι Συρακούσες της Σικελίας ήταν αποικία των Κορινθίων. Siracusa in Sicily was a colony of Corinth...
Sophocles, Oedipus the King 1518 Second declension of ᾰ̓́ποικος; ᾰ̓́ποικον (Attic) ᾰ̓́ποικος • (ápoikos) m (genitive ᾰ̓ποίκου); second declension (Attic...
άποικοι • (ápoikoi) m or f nominative plural of άποικος (ápoikos) vocative plural of άποικος (ápoikos)...
ᾰ̓́ποικοι • (ápoikoi) masculine/feminine nominative/vocative plural of ᾰ̓́ποικος (ápoikos) IPA(key): /á.poi̯.koi̯/ → /ˈa.py.cy/ → /ˈa.pi.ci/ (5th BCE...
/aˈpi.kus/ ἀποίκους • (apoíkous) masculine/feminine accusative plural of ἄποικος (ápoikos) ἀποίκους • (apoíkous) accusative plural of ἄποικος (ápoikos)...