{{el-conjug-table}}
which formats the table|a-simplepast-2=
(the whole stem needed) e.g. for ανακλώ, write |a-simplepast-2=ανέκλασ
{{el-conjug-2nd-A2 |present=ανακτ |a-simplepast=ανέκτ |infix=ησ2 |cat=ανακτώ }}
gives:
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανακτώ | ανακτήσω | ανακτώμαι | ανακτηθώ |
2 sg | ανακτάς | ανακτήσεις | ανακτάσαι | ανακτηθείς |
3 sg | ανακτά | ανακτήσει | ανακτάται | ανακτηθεί |
1 pl | ανακτούμε | ανακτήσουμε, [-ομε] | ανακτόμαστε, {‑ώμεθα} | ανακτηθούμε |
2 pl | ανακτάτε | ανακτήσετε | ανακτάστε, {‑άσθε} | ανακτηθείτε |
3 pl | ανακτούν(ε) | ανακτήσουν(ε) | ανακτώνται | ανακτηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανακτούσα | ανέκτησα | — | ανακτήθηκα |
2 sg | ανακτούσες | ανέκτησες | — | ανακτήθηκες |
3 sg | ανακτούσε | ανέκτησε | {ανακτάτο} | ανακτήθηκε |
1 pl | ανακτούσαμε | ανακτήσαμε | — | ανακτηθήκαμε |
2 pl | ανακτούσατε | ανακτήσατε | — | ανακτηθήκατε |
3 pl | ανακτούσαν(ε) | ανέκτησαν, ανακτήσαν(ε) | {ανακτώντο} | ανακτήθηκαν, ανακτηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανακτώ ➤ | θα ανακτήσω ➤ | θα ανακτώμαι ➤ | θα ανακτηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανακτάς, … | θα ανακτήσεις, … | θα ανακτάσαι, … | θα ανακτηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανακτήσει έχω, έχεις, … ανακτημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανακτηθεί είμαι, είσαι, … ανακτημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανακτήσει είχα, είχες, … ανακτημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανακτηθεί ήμουν, ήσουν, … ανακτημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανακτήσει θα έχω, θα έχεις, … ανακτημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανακτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακτημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | ανέκτησε | — | ανακτήσου |
2 pl | ανακτάτε | ανακτήστε | (ανακτάστε), {ανακτάσθε} | ανακτηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανακτώντας ➤ | ανακτώμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανακτήσει ➤ | ανακτημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ανακτήσει | ανακτηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
|a-simplepast-2=ανέκλασ