From Ancient Greek ἀγαθός (agathós).
αγαθός • (agathós) m (feminine αγαθή, neuter αγαθό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαθός • | αγαθή • | αγαθό • | αγαθοί • | αγαθές • | αγαθά • |
genitive | αγαθού • | αγαθής • | αγαθού • | αγαθών • | αγαθών • | αγαθών • |
accusative | αγαθό • | αγαθή • | αγαθό • | αγαθούς • | αγαθές • | αγαθά • |
vocative | αγαθέ • | αγαθή • | αγαθό • | αγαθοί • | αγαθές • | αγαθά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγαθός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγαθός, etc.) |
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαθότερος • | αγαθότερη • | αγαθότερο • | αγαθότεροι • | αγαθότερες • | αγαθότερα • |
genitive | αγαθότερου • | αγαθότερης • | αγαθότερου • | αγαθότερων • | αγαθότερων • | αγαθότερων • |
accusative | αγαθότερο • | αγαθότερη • | αγαθότερο • | αγαθότερους • | αγαθότερες • | αγαθότερα • |
vocative | αγαθότερε • | αγαθότερη • | αγαθότερο • | αγαθότεροι • | αγαθότερες • | αγαθότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγαθότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαθότατος • | αγαθότατη • | αγαθότατο • | αγαθότατοι • | αγαθότατες • | αγαθότατα • |
genitive | αγαθότατου • | αγαθότατης • | αγαθότατου • | αγαθότατων • | αγαθότατων • | αγαθότατων • |
accusative | αγαθότατο • | αγαθότατη • | αγαθότατο • | αγαθότατους • | αγαθότατες • | αγαθότατα • |
vocative | αγαθότατε • | αγαθότατη • | αγαθότατο • | αγαθότατοι • | αγαθότατες • | αγαθότατα • |