Learned borrowing from Koine Greek ἀδιάφορος (adiáphoros, “indifferent”), ancient sense: "not different". By surface analysis, α- privative (a- privative) + διάφορος (diáforos, “different”).
αδιάφορος • (adiáforos) m (feminine αδιάφορη, neuter αδιάφορο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιάφορος (adiáforos) | αδιάφορη (adiáfori) | αδιάφορο (adiáforo) | αδιάφοροι (adiáforoi) | αδιάφορες (adiáfores) | αδιάφορα (adiáfora) | |
genitive | αδιάφορου (adiáforou) | αδιάφορης (adiáforis) | αδιάφορου (adiáforou) | αδιάφορων (adiáforon) | αδιάφορων (adiáforon) | αδιάφορων (adiáforon) | |
accusative | αδιάφορο (adiáforo) | αδιάφορη (adiáfori) | αδιάφορο (adiáforo) | αδιάφορους (adiáforous) | αδιάφορες (adiáfores) | αδιάφορα (adiáfora) | |
vocative | αδιάφορε (adiáfore) | αδιάφορη (adiáfori) | αδιάφορο (adiáforo) | αδιάφοροι (adiáforoi) | αδιάφορες (adiáfores) | αδιάφορα (adiáfora) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάφορος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάφορος, etc.)