ακήρυχτος • (akírychtos) m (feminine ακήρυχτη, neuter ακήρυχτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακήρυχτος • | ακήρυχτη • | ακήρυχτο • | ακήρυχτοι • | ακήρυχτες • | ακήρυχτα • |
genitive | ακήρυχτου • | ακήρυχτης • | ακήρυχτου • | ακήρυχτων • | ακήρυχτων • | ακήρυχτων • |
accusative | ακήρυχτο • | ακήρυχτη • | ακήρυχτο • | ακήρυχτους • | ακήρυχτες • | ακήρυχτα • |
vocative | ακήρυχτε • | ακήρυχτη • | ακήρυχτο • | ακήρυχτοι • | ακήρυχτες • | ακήρυχτα • |