Hello, you have come here looking for the meaning of the word
ακολουθώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
ακολουθώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
ακολουθώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
ακολουθώ you have here. The definition of the word
ακολουθώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
ακολουθώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀκολουθῶ (akolouthô), contracted form of ἀκολουθέω (akolouthéō, “to join, to follow”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.ko.luˈθo/
- Hyphenation: α‧κο‧λου‧θώ
Verb
ακολουθώ • (akolouthó) / ακολουθάω (past ακολούθησα, passive ακολουθούμαι/ακολουθιέμαι)
- to follow, pursue
Ακολούθησε τον Οδυσσέα στην αυλή.- Akoloúthise ton Odysséa stin avlí.
- He/She/It followed Odysseas into the yard.
- to follow, come next
- to go with, escort
- to follow, listen to
Conjugation
ακολουθώ, ακολουθούμαι - ακολουθάω, ακολουθιέμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ακολουθώ - ακολουθάω1
|
ακολουθήσω
|
ακολουθούμαι - ακολουθιέμαι1
|
ακολουθηθώ
|
2 sg
|
ακολουθείς - ακολουθάς
|
ακολουθήσεις
|
ακολουθείσαι - ακολουθιέσαι
|
ακολουθηθείς
|
3 sg
|
ακολουθεί - ακολουθάει
|
ακολουθήσει
|
ακολουθείται - ακολουθιέται
|
ακολουθηθεί
|
|
1 pl
|
ακολουθούμε - ακολουθάμε
|
ακολουθήσουμε, [-ομε]
|
ακολουθούμαστε - ακολουθιόμαστε
|
ακολουθηθούμε
|
2 pl
|
ακολουθείτε - ακολουθάτε
|
ακολουθήσετε
|
ακολουθείστε, {ακολουθείσθε} - ακολουθιέστε, (‑ιόσαστε)
|
ακολουθηθείτε
|
3 pl
|
ακολουθούν(ε) - ακολουθάνε, ακολουθάν
|
ακολουθήσουν(ε)
|
ακολουθούνται - ακολουθιούνται, (‑ιόνται)
|
ακολουθηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ακολουθούσα - ακολούθαγα
|
ακολούθησα
|
[ακολουθούμουν]2 - ακολουθιόμουν(α)
|
ακολουθήθηκα
|
2 sg
|
ακολουθούσες - ακολούθαγες
|
ακολούθησες
|
[ακολουθούσουν] - ακολουθιόσουν(α)
|
ακολουθήθηκες
|
3 sg
|
ακολουθούσε - ακολούθαγε
|
ακολούθησε
|
ακολουθούνταν -ακολουθιόταν(ε)
|
ακολουθήθηκε
|
|
1 pl
|
ακολουθούσαμε - ακολουθάγαμε
|
ακολουθήσαμε
|
ακολουθούμασταν, (‑ούμαστε) - ακολουθιόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
ακολουθηθήκαμε
|
2 pl
|
ακολουθούσατε - ακολουθάγατε
|
ακολουθήσατε
|
[ακολουθούσασταν, (‑ούσαστε)]2 - ακολουθιόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
ακολουθηθήκατε
|
3 pl
|
ακολουθούσαν(ε) - ακολούθαγαν, ακολουθάγανε
|
ακολούθησαν, ακολουθήσαν(ε)
|
ακολουθούνταν - ακολουθιόνταν(ε), ακολουθιόντουσαν, ακολουθιούνταν
|
ακολουθήθηκαν, ακολουθηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ακολουθώ - θα ακολουθάω ➤
|
θα ακολουθήσω ➤
|
θα ακολουθούμαι - ακολουθιέμαι ➤
|
θα ακολουθηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ακολουθείς - ακολουθάς, …
|
θα ακολουθήσεις, …
|
θα ακολουθείσαι - ακολουθιέσαι, …
|
θα ακολουθηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ακολουθήσει
|
έχω, έχεις, … ακολουθηθεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ακολουθήσει
|
είχα, είχες, … ακολουθηθεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ακολουθήσει
|
θα έχω, θα έχεις, … ακολουθηθεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ακολούθα, ακολούθαγε
|
ακολούθησε, ακολούθα
|
—
|
ακολουθήσου
|
2 pl
|
ακολουθείτε - ακολουθάτε
|
ακολουθήστε
|
ακολουθείστε - ακολουθιέστε
|
ακολουθηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ακολουθώντας ➤
|
ακολουθούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ακολουθήσει ➤
|
—
|
|
Nonfinite form➤
|
ακολουθήσει
|
ακολουθηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- ακολούθημα n (akoloúthima, “outcome, result”)
- ακολουθία f (akolouthía, “entourage, service, sequence”)
- ακόλουθος m or f (akólouthos, “attendant”)
- ακόλουθος (akólouthos, “following”, adj)
- ακολούθως (akoloúthos, “afterwards”, adverb)
- ανακολουθία f (anakolouthía)
- ανακόλουθος (anakólouthos)
- εξακολουθώ (exakolouthó) and derivatives
- επακολουθώ (epakolouthó, “to follow as a consequence”) and derivatives
- παρακολουθώ (parakolouthó, “watch, spectate”) and derivatives
- συνακολουθία f (synakolouthía)
- συνακόλουθος (synakólouthos)
- συνεπακόλουθο n (synepakóloutho)