Learnedly, from Ancient Greek ἀκριβής (akribḗs). Doublet of ακριβός (akrivós).
ακριβής • (akrivís) m (feminine ακριβής, neuter ακριβές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβής • | ακριβής • | ακριβές • | ακριβείς • | ακριβείς • | ακριβή • |
genitive | ακριβούς • / ακριβή • | ακριβούς • | ακριβούς • | ακριβών • | ακριβών • | ακριβών • |
accusative | ακριβή • | ακριβή • | ακριβές • | ακριβείς • | ακριβείς • | ακριβή • |
vocative | ακριβή • / ακριβής • | ακριβής • | ακριβές • | ακριβείς • | ακριβείς • | ακριβή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακριβής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακριβής, etc.) |
See the etymology of the corresponding lemma form.
1=akrivísPlease see Module:checkparams for help with this warning.
ακριβής • (akrivís)