αλληγορικός • (alligorikós) m (feminine αλληγορική, neuter αλληγορικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλληγορικός (alligorikós) | αλληγορική (alligorikí) | αλληγορικό (alligorikó) | αλληγορικοί (alligorikoí) | αλληγορικές (alligorikés) | αλληγορικά (alligoriká) | |
genitive | αλληγορικού (alligorikoú) | αλληγορικής (alligorikís) | αλληγορικού (alligorikoú) | αλληγορικών (alligorikón) | αλληγορικών (alligorikón) | αλληγορικών (alligorikón) | |
accusative | αλληγορικό (alligorikó) | αλληγορική (alligorikí) | αλληγορικό (alligorikó) | αλληγορικούς (alligorikoús) | αλληγορικές (alligorikés) | αλληγορικά (alligoriká) | |
vocative | αλληγορικέ (alligoriké) | αλληγορική (alligorikí) | αλληγορικό (alligorikó) | αλληγορικοί (alligorikoí) | αλληγορικές (alligorikés) | αλληγορικά (alligoriká) |