ανδρικός • (andrikós) m (feminine ανδρική, neuter ανδρικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανδρικός • | ανδρική • | ανδρικό • | ανδρικοί • | ανδρικές • | ανδρικά • |
genitive | ανδρικού • | ανδρικής • | ανδρικού • | ανδρικών • | ανδρικών • | ανδρικών • |
accusative | ανδρικό • | ανδρική • | ανδρικό • | ανδρικούς • | ανδρικές • | ανδρικά • |
vocative | ανδρικέ • | ανδρική • | ανδρικό • | ανδρικοί • | ανδρικές • | ανδρικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανδρικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανδρικός, etc.) |