From the Ancient Greek ᾰ̓νώμᾰλος (ănṓmălos).
ανώμαλος • (anómalos) m (feminine ανώμαλη, neuter ανώμαλο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανώμαλος (anómalos) | ανώμαλη (anómali) | ανώμαλο (anómalo) | ανώμαλοι (anómaloi) | ανώμαλες (anómales) | ανώμαλα (anómala) | |
genitive | ανώμαλου (anómalou) | ανώμαλης (anómalis) | ανώμαλου (anómalou) | ανώμαλων (anómalon) | ανώμαλων (anómalon) | ανώμαλων (anómalon) | |
accusative | ανώμαλο (anómalo) | ανώμαλη (anómali) | ανώμαλο (anómalo) | ανώμαλους (anómalous) | ανώμαλες (anómales) | ανώμαλα (anómala) | |
vocative | ανώμαλε (anómale) | ανώμαλη (anómali) | ανώμαλο (anómalo) | ανώμαλοι (anómaloi) | ανώμαλες (anómales) | ανώμαλα (anómala) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώμαλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώμαλος, etc.)
ανώμαλος • (anómalos) m (plural ανώμαλοι, feminine ανώμαλη)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανώμαλος (anómalos) | ανώμαλοι (anómaloi) |
genitive | ανώμαλου (anómalou) ανωμάλου (anomálou) |
ανώμαλων (anómalon) ανωμάλων (anomálon) |
accusative | ανώμαλο (anómalo) | ανώμαλους (anómalous) ανωμάλους (anomálous) |
vocative | ανώμαλε (anómale) | ανώμαλοι (anómaloi) |
Second forms are formal.