απαίσιος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απαίσιος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απαίσιος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απαίσιος in singular and plural. Everything you need to know about the word απαίσιος you have here. The definition of the word απαίσιος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπαίσιος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learned borrowing from Koine Greek ἀπαίσιος (apaísios, ominous, sinister),[1] from ἀπό (apó, from) + αἴσιος (aísios, favorable, auspicious); see αίσιος (aísios) for the latter.[2][3]

Pronunciation

  • IPA(key): /aˈpe.si.os/
  • Hyphenation: α‧παί‧σι‧ος

Adjective

απαίσιος (apaísiosm (feminine απαίσια, neuter απαίσιο)

  1. awful, dreadful, horrible appalling, terrible
    Synonyms: φρικτός (friktós), άθλιος (áthlios), αισχρός (aischrós)

Declension

Declension of απαίσιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαίσιος (apaísios) απαίσια (apaísia) απαίσιο (apaísio) απαίσιοι (apaísioi) απαίσιες (apaísies) απαίσια (apaísia)
genitive απαίσιου (apaísiou) απαίσιας (apaísias) απαίσιου (apaísiou) απαίσιων (apaísion) απαίσιων (apaísion) απαίσιων (apaísion)
accusative απαίσιο (apaísio) απαίσια (apaísia) απαίσιο (apaísio) απαίσιους (apaísious) απαίσιες (apaísies) απαίσια (apaísia)
vocative απαίσιε (apaísie) απαίσια (apaísia) απαίσιο (apaísio) απαίσιοι (apaísioi) απαίσιες (apaísies) απαίσια (apaísia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαίσιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαίσιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαισιότερος (apaisióteros) απαισιότερη (apaisióteri) απαισιότερο (apaisiótero) απαισιότεροι (apaisióteroi) απαισιότερες (apaisióteres) απαισιότερα (apaisiótera)
genitive απαισιότερου (apaisióterou) απαισιότερης (apaisióteris) απαισιότερου (apaisióterou) απαισιότερων (apaisióteron) απαισιότερων (apaisióteron) απαισιότερων (apaisióteron)
accusative απαισιότερο (apaisiótero) απαισιότερη (apaisióteri) απαισιότερο (apaisiótero) απαισιότερους (apaisióterous) απαισιότερες (apaisióteres) απαισιότερα (apaisiótera)
vocative απαισιότερε (apaisiótere) απαισιότερη (apaisióteri) απαισιότερο (apaisiótero) απαισιότεροι (apaisióteroi) απαισιότερες (apaisióteres) απαισιότερα (apaisiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο απαισιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαισιότατος (apaisiótatos) απαισιότατη (apaisiótati) απαισιότατο (apaisiótato) απαισιότατοι (apaisiótatoi) απαισιότατες (apaisiótates) απαισιότατα (apaisiótata)
genitive απαισιότατου (apaisiótatou) απαισιότατης (apaisiótatis) απαισιότατου (apaisiótatou) απαισιότατων (apaisiótaton) απαισιότατων (apaisiótaton) απαισιότατων (apaisiótaton)
accusative απαισιότατο (apaisiótato) απαισιότατη (apaisiótati) απαισιότατο (apaisiótato) απαισιότατους (apaisiótatous) απαισιότατες (apaisiótates) απαισιότατα (apaisiótata)
vocative απαισιότατε (apaisiótate) απαισιότατη (apaisiótati) απαισιότατο (apaisiótato) απαισιότατοι (apaisiótatoi) απαισιότατες (apaisiótates) απαισιότατα (apaisiótata)

Derived terms

References

  1. ^ απαίσιος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ απαίσιος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  3. ^ απαίσιος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language