|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
απογοητεύω
|
απογοητεύσω, απογοητέψω1
|
απογοητεύομαι
|
απογοητευτώ, απογοητευθώ
|
2 sg
|
απογοητεύεις
|
απογοητεύσεις, απογοητέψεις
|
απογοητεύεσαι
|
απογοητευτείς, απογοητευθείς
|
3 sg
|
απογοητεύει
|
απογοητεύσει, απογοητέψει
|
απογοητεύεται
|
απογοητευτεί, απογοητευθεί
|
|
1 pl
|
απογοητεύουμε, [‑ομε]
|
απογοητεύσουμε, [‑ομε], απογοητέψουμε, [‑ομε]
|
απογοητευόμαστε
|
απογοητευτούμε, απογοητευθούμε
|
2 pl
|
απογοητεύετε
|
απογοητεύσετε, απογοητέψετε
|
απογοητεύεστε, απογοητευόσαστε
|
απογοητευτείτε, απογοητευθείτε
|
3 pl
|
απογοητεύουν(ε)
|
απογοητεύσουν(ε), απογοητέψουν(ε)
|
απογοητεύονται
|
απογοητευτούν(ε), απογοητευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
απογοήτευα
|
απογοήτευσα, απογοήτεψα1
|
απογοητευόμουν(α)
|
απογοητεύθηκα, απογοητεύτηκα
|
2 sg
|
απογοήτευες
|
απογοήτευσες, απογοήτεψες
|
απογοητευόσουν(α)
|
απογοητεύθηκες, απογοητεύτηκες
|
3 sg
|
απογοήτευε
|
απογοήτευσε, απογοήτεψε
|
απογοητευόταν(ε)
|
απογοητεύθηκε, απογοητεύτηκε
|
|
1 pl
|
απογοητεύαμε
|
απογοητεύσαμε, απογοητέψαμε
|
απογοητευόμασταν, (‑όμαστε)
|
απογοητευτήκαμε, απογοητευθήκαμε
|
2 pl
|
απογοητεύατε
|
απογοητεύσατε, απογοητέψατε
|
απογοητευόσασταν, (‑όσαστε)
|
απογοητευτήκατε, απογοητευθήκατε
|
3 pl
|
απογοήτευαν, απογοητεύαν(ε)
|
απογοήτευσαν, απογοητεύσαν(ε), απογοήτεψαν
|
απογοητεύονταν, (απογοητευόντουσαν)
|
απογοητεύθηκαν, απογοητευτήκαν(ε), απογοητεύτηκαν, απογοητευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα απογοητεύω ➤
|
θα απογοητεύσω / απογοητέψω ➤
|
θα απογοητεύομαι ➤
|
θα απογοητευτώ / απογοητευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα απογοητεύεις, …
|
θα απογοητεύσεις / απογοητέψεις, …
|
θα απογοητεύεσαι, …
|
θα απογοητευτείς / απογοητευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … απογοητεύσει / απογοητέψει έχω, έχεις, … απογοητευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … απογοητευτεί / απογοητευθεί είμαι, είσαι, … απογοητευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … απογοητεύσει / απογοητέψει είχα, είχες, … απογοητευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … απογοητευτεί / απογοητευθεί ήμουν, ήσουν, … απογοητευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … απογοητεύσει / απογοητέψει θα έχω, θα έχεις, … απογοητευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … απογοητευτεί / απογοητευθεί θα είμαι, θα είσαι, … απογοητευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
απογοήτευε
|
απογοήτευσε, απογοήτεψε / απογοήτευ' 2
|
—
|
απογοητεύσου, απογοητέψου
|
2 pl
|
απογοητεύετε
|
απογοητεύστε, απογοητέψτε / απογοητεύτε3
|
απογοητεύεστε
|
απογοητευτείτε, απογοητευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
απογοητεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας απογοητεύσει / απογοητέψει ➤
|
απογοητευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
απογοητεύσει, απογοητέψει
|
απογοητευτεί, απογοητευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The active colloquial forms with < ψ > are less common. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. απογοήτευ' τον ("disappoint him!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|