6 Results found for "αστικές".

αστικές

αστικές • (astikés) nominative/accusative/vocative feminine plural of αστικός (astikós)...


αστικές τάξεις

αστικές τάξεις • (astikés táxeis) f nominative/accusative/vocative plural of αστική τάξη (astikí táxi)...


αστικές οδικές αρτηρίες

αστικές οδικές αρτηρίες • (astikés odikés artiríes) f nominative/accusative/vocative plural of αστική οδική αρτηρία (astikí odikí artiría)...


αστική τάξη

αστική τάξη • (astikí táxi) f (plural αστικές τάξεις) (Marxism) bourgeoisie (sociology) middle class see: αστική (astikí) and τάξη (táxi)...


αστική οδική αρτηρία

αστική οδική αρτηρία • (astikí odikí artiría) f (plural αστικές οδικές αρτηρίες) avenue urban main road see: αστική (astikí), οδική (odikí) and αρτηρία...


αστικός

αστικούς (astikoús) αστικές (astikés) αστικά (astiká) vocative αστικέ (astiké) αστική (astikí) αστικό (astikó) αστικοί (astikoí) αστικές (astikés) αστικά...