αστικές τάξεις • (astikés táxeis) f nominative/accusative/vocative plural of αστική τάξη (astikí táxi)...
αστικές οδικές αρτηρίες • (astikés odikés artiríes) f nominative/accusative/vocative plural of αστική οδική αρτηρία (astikí odikí artiría)...
αστική τάξη • (astikí táxi) f (plural αστικές τάξεις) (Marxism) bourgeoisie (sociology) middle class see: αστική (astikí) and τάξη (táxi)...
αστική οδική αρτηρία • (astikí odikí artiría) f (plural αστικές οδικές αρτηρίες) avenue urban main road see: αστική (astikí), οδική (odikí) and αρτηρία...
αστικούς (astikoús) αστικές (astikés) αστικά (astiká) vocative αστικέ (astiké) αστική (astikí) αστικό (astikó) αστικοί (astikoí) αστικές (astikés) αστικά...