From γεωγράφος (geōgráphos) + -ίᾱ (-íā) and γεω- (geō-) + -γραφίᾱ (-graphíā).
γεωγραφίᾱ • (geōgraphíā) f (genitive γεωγραφίᾱς); first declension (Koine)
Case / # | Singular | Plural |
---|---|---|
Nominative | ἡ γεωγραφίᾱ hē geōgraphíā |
αἱ γεωγραφίαι hai geōgraphíai |
Genitive | τῆς γεωγραφίᾱς tês geōgraphíās |
τῶν γεωγραφιῶν tôn geōgraphiôn |
Dative | τῇ γεωγραφίᾳ têi geōgraphíāi |
ταῖς γεωγραφίαις taîs geōgraphíais |
Accusative | τὴν γεωγραφίᾱν tḕn geōgraphíān |
τᾱ̀ς γεωγραφίᾱς tā̀s geōgraphíās |
Vocative | γεωγραφίᾱ geōgraphíā |
γεωγραφίαι geōgraphíai |
From Koine Greek γεωγραφία (geōgraphía), from Ancient Greek γεωγράφος (geōgráphos), from γεω- (geō-) + γράφω (gráphō, “to write”).
γεωγραφία • (geografía) f (plural γεωγραφίες) (abbreviated γεωγρ. (geogr.))
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γεωγραφία • | γεωγραφίες • |
genitive | γεωγραφίας • | γεωγραφιών • |
accusative | γεωγραφία • | γεωγραφίες • |
vocative | γεωγραφία • | γεωγραφίες • |