Apparently related to καμπτός (kamptós, “flexible”); compare κάμπτω (kámptō, “to bend, curve”).
γναμπτός • (gnamptós) m (feminine γναμπτή, neuter γναμπτόν); first/second declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | γναμπτός gnamptós |
γναμπτή gnamptḗ |
γναμπτόν gnamptón |
γναμπτώ gnamptṓ |
γναμπτᾱ́ gnamptā́ |
γναμπτώ gnamptṓ |
γναμπτοί gnamptoí |
γναμπταί gnamptaí |
γναμπτᾰ́ gnamptắ | |||||
Genitive | γναμπτοῦ / γναμπτοῖο / γναμπτόο gnamptoû / gnamptoîo / gnamptóo |
γναμπτῆς gnamptês |
γναμπτοῦ / γναμπτοῖο / γναμπτόο gnamptoû / gnamptoîo / gnamptóo |
γναμπτοῖῐν gnamptoîĭn |
γναμπταῖν / γναμπταῖῐν / γναμπτῇῐν gnamptaî(ĭ)n / gnamptêiĭn |
γναμπτοῖῐν gnamptoîĭn |
γναμπτῶν gnamptôn |
γναμπτᾱ́ων / γναμπτέ͜ων / γναμπτῶν gnamptā́ōn / gnampté͜ōn / gnamptôn |
γναμπτῶν gnamptôn | |||||
Dative | γναμπτῷ gnamptôi |
γναμπτῇ gnamptêi |
γναμπτῷ gnamptôi |
γναμπτοῖῐν gnamptoîĭn |
γναμπταῖν / γναμπταῖῐν / γναμπτῇῐν gnamptaî(ĭ)n / gnamptêiĭn |
γναμπτοῖῐν gnamptoîĭn |
γναμπτοῖσῐ / γναμπτοῖσῐν / γναμπτοῖς gnamptoîsĭ(n) / gnamptoîs |
γναμπτῇσῐ / γναμπτῇσῐν / γναμπτῇς / γναμπταῖς gnamptêisĭ(n) / gnamptêis / gnamptaîs |
γναμπτοῖσῐ / γναμπτοῖσῐν / γναμπτοῖς gnamptoîsĭ(n) / gnamptoîs | |||||
Accusative | γναμπτόν gnamptón |
γναμπτήν gnamptḗn |
γναμπτόν gnamptón |
γναμπτώ gnamptṓ |
γναμπτᾱ́ gnamptā́ |
γναμπτώ gnamptṓ |
γναμπτούς gnamptoús |
γναμπτᾱ́ς gnamptā́s |
γναμπτᾰ́ gnamptắ | |||||
Vocative | γναμπτέ gnampté |
γναμπτή gnamptḗ |
γναμπτόν gnamptón |
γναμπτώ gnamptṓ |
γναμπτᾱ́ gnamptā́ |
γναμπτώ gnamptṓ |
γναμπτοί gnamptoí |
γναμπταί gnamptaí |
γναμπτᾰ́ gnamptắ | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
γναμπτῶς gnamptôs |
γναμπτότερος gnamptóteros |
γναμπτότᾰτος gnamptótătos | ||||||||||||
Notes: |
|