δια- (dia-) + γράμμα (grámma), from γράφω (gráphō, “I write”) + -μα (-ma, result noun suffix).
διάγραμμα • (diágramma) n (genitive διαγράμματος); third declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | τὸ διάγραμμᾰ tò diágramma |
τὼ διαγράμμᾰτε tṑ diagrámmate |
τᾰ̀ διαγράμμᾰτᾰ tà diagrámmata | ||||||||||
Genitive | τοῦ διαγράμμᾰτος toû diagrámmatos |
τοῖν διαγραμμᾰ́τοιν toîn diagrammátoin |
τῶν διαγραμμᾰ́των tôn diagrammátōn | ||||||||||
Dative | τῷ διαγράμμᾰτῐ tôi diagrámmati |
τοῖν διαγραμμᾰ́τοιν toîn diagrammátoin |
τοῖς διαγράμμᾰσῐ / διαγράμμᾰσῐν toîs diagrámmasi(n) | ||||||||||
Accusative | τὸ διάγραμμᾰ tò diágramma |
τὼ διαγράμμᾰτε tṑ diagrámmate |
τᾰ̀ διαγράμμᾰτᾰ tà diagrámmata | ||||||||||
Vocative | διάγραμμᾰ diágramma |
διαγράμμᾰτε diagrámmate |
διαγράμμᾰτᾰ diagrámmata | ||||||||||
Notes: |
|
From Ancient Greek διάγραμμα (diágramma).
διάγραμμα • (diágramma) n (plural διαγράμματα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάγραμμα • | διαγράμματα • |
genitive | διαγράμματος • | διαγραμμάτων • |
accusative | διάγραμμα • | διαγράμματα • |
vocative | διάγραμμα • | διαγράμματα • |