ειλικρινής

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ειλικρινής. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ειλικρινής, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ειλικρινής in singular and plural. Everything you need to know about the word ειλικρινής you have here. The definition of the word ειλικρινής will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofειλικρινής, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From the Ancient Greek εἰλικρινής (eilikrinḗs).

Pronunciation

  • IPA(key):
  • Hyphenation: ει‧λι‧κρι‧νής

Adjective

ειλικρινής (eilikrinísm (feminine ειλικρινής, neuter ειλικρινές)

  1. sincere, frank

Declension

Declension of ειλικρινής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειλικρινής (eilikrinís) ειλικρινής (eilikrinís) ειλικρινές (eilikrinés) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινή (eilikriní)
genitive ειλικρινούς (eilikrinoús)
ειλικρινή (eilikriní)
ειλικρινούς (eilikrinoús) ειλικρινούς (eilikrinoús) ειλικρινών (eilikrinón) ειλικρινών (eilikrinón) ειλικρινών (eilikrinón)
accusative ειλικρινή (eilikriní) ειλικρινή (eilikriní) ειλικρινές (eilikrinés) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινή (eilikriní)
vocative ειλικρινή (eilikriní)
ειλικρινής (eilikrinís)
ειλικρινής (eilikrinís) ειλικρινές (eilikrinés) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινή (eilikriní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ειλικρινής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ειλικρινής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειλικρινέστερος (eilikrinésteros) ειλικρινέστερη (eilikrinésteri) ειλικρινέστερο (eilikrinéstero) ειλικρινέστεροι (eilikrinésteroi) ειλικρινέστερες (eilikrinésteres) ειλικρινέστερα (eilikrinéstera)
genitive ειλικρινέστερου (eilikrinésterou) ειλικρινέστερης (eilikrinésteris) ειλικρινέστερου (eilikrinésterou) ειλικρινέστερων (eilikrinésteron) ειλικρινέστερων (eilikrinésteron) ειλικρινέστερων (eilikrinésteron)
accusative ειλικρινέστερο (eilikrinéstero) ειλικρινέστερη (eilikrinésteri) ειλικρινέστερο (eilikrinéstero) ειλικρινέστερους (eilikrinésterous) ειλικρινέστερες (eilikrinésteres) ειλικρινέστερα (eilikrinéstera)
vocative ειλικρινέστερε (eilikrinéstere) ειλικρινέστερη (eilikrinésteri) ειλικρινέστερο (eilikrinéstero) ειλικρινέστεροι (eilikrinésteroi) ειλικρινέστερες (eilikrinésteres) ειλικρινέστερα (eilikrinéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ειλικρινέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειλικρινέστατος (eilikrinéstatos) ειλικρινέστατη (eilikrinéstati) ειλικρινέστατο (eilikrinéstato) ειλικρινέστατοι (eilikrinéstatoi) ειλικρινέστατες (eilikrinéstates) ειλικρινέστατα (eilikrinéstata)
genitive ειλικρινέστατου (eilikrinéstatou) ειλικρινέστατης (eilikrinéstatis) ειλικρινέστατου (eilikrinéstatou) ειλικρινέστατων (eilikrinéstaton) ειλικρινέστατων (eilikrinéstaton) ειλικρινέστατων (eilikrinéstaton)
accusative ειλικρινέστατο (eilikrinéstato) ειλικρινέστατη (eilikrinéstati) ειλικρινέστατο (eilikrinéstato) ειλικρινέστατους (eilikrinéstatous) ειλικρινέστατες (eilikrinéstates) ειλικρινέστατα (eilikrinéstata)
vocative ειλικρινέστατε (eilikrinéstate) ειλικρινέστατη (eilikrinéstati) ειλικρινέστατο (eilikrinéstato) ειλικρινέστατοι (eilikrinéstatoi) ειλικρινέστατες (eilikrinéstates) ειλικρινέστατα (eilikrinéstata)

Derived terms