Learned borrowing from Ancient Greek ἐκτιμῶ (ektimô),[1] contracted form of ἐκτιμάω (ektimáō), from ἐκ- (ek-) + τιμάω (timáō).
εκτιμώ • (ektimó) / εκτιμάω (past εκτίμησα, passive εκτιμώμαι, p‑past εκτιμήθηκα, ppp εκτιμημένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εκτιμάω, εκτιμώ | εκτιμήσω | εκτιμώμαι | εκτιμηθώ |
2 sg | εκτιμάς | εκτιμήσεις | εκτιμάσαι | εκτιμηθείς |
3 sg | εκτιμάει, εκτιμά | εκτιμήσει | εκτιμάται | εκτιμηθεί |
1 pl | εκτιμάμε, εκτιμούμε | εκτιμήσουμε, [‑ομε] | εκτιμόμαστε, {‑ώμεθα} | εκτιμηθούμε |
2 pl | εκτιμάτε | εκτιμήσετε | εκτιμάστε, {‑άσθε} | εκτιμηθείτε |
3 pl | εκτιμάνε, εκτιμάν, εκτιμούν(ε) | εκτιμήσουν(ε) | εκτιμώνται | εκτιμηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εκτιμούσα1 | εκτίμησα | — | εκτιμήθηκα |
2 sg | εκτιμούσες | εκτίμησες | — | εκτιμήθηκες |
3 sg | εκτιμούσε | εκτίμησε | {εκτιμάτο} | εκτιμήθηκε |
1 pl | εκτιμούσαμε | εκτιμήσαμε | — | εκτιμηθήκαμε |
2 pl | εκτιμούσατε | εκτιμήσατε | — | εκτιμηθήκατε |
3 pl | εκτιμούσαν(ε) | εκτίμησαν, εκτιμήσαν(ε) | {εκτιμώντο} | εκτιμήθηκαν, εκτιμηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εκτιμάω, θα εκτιμώ ➤ | θα εκτιμήσω ➤ | θα εκτιμώμαι ➤ | θα εκτιμηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εκτιμάς, … | θα εκτιμήσεις, … | θα εκτιμάσαι, … | θα εκτιμηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εκτιμήσει έχω, έχεις, … εκτιμημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εκτιμηθεί είμαι, είσαι, … εκτιμημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εκτιμήσει είχα, είχες, … εκτιμημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εκτιμηθεί ήμουν, ήσουν, … εκτιμημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εκτιμήσει θα έχω, θα έχεις, … εκτιμημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εκτιμηθεί θα είμαι, θα είσαι, … εκτιμημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εκτίμα2 | εκτίμησε | — | εκτιμήσου |
2 pl | εκτιμάτε | εκτιμήστε | (εκτιμάστε), {εκτιμάσθε} | εκτιμηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εκτιμώντας ➤ | εκτιμώμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εκτιμήσει ➤ | εκτιμημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εκτιμήσει | εκτιμηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Alternative imperfect forms with endings -αγα, -αγες, -αγε (as in verb αγαπάω) are very uncommon. 2. Alternative imperative with ending -αγε is rare. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||