Hello, you have come here looking for the meaning of the word
επιδοκιμάζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
επιδοκιμάζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
επιδοκιμάζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
επιδοκιμάζω you have here. The definition of the word
επιδοκιμάζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
επιδοκιμάζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
επι- (epi-) + δοκιμάζω (dokimázo)
Pronunciation
- IPA(key): /e.pi.ðo.ciˈma.zo/
- Hyphenation: ε‧πι‧δο‧κι‧μά‧ζω
Verb
επιδοκιμάζω • (epidokimázo) (past επιδοκίμασα, passive επιδοκιμάζομαι)
- to approve, endorse, commend
Conjugation
επιδοκιμάζω επιδοκιμάζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
επιδοκιμάζω
|
επιδοκιμάσω
|
επιδοκιμάζομαι
|
επιδοκιμαστώ, επιδοκιμασθώ
|
2 sg
|
επιδοκιμάζεις
|
επιδοκιμάσεις
|
επιδοκιμάζεσαι
|
επιδοκιμαστείς, επιδοκιμασθείς
|
3 sg
|
επιδοκιμάζει
|
επιδοκιμάσει
|
επιδοκιμάζεται
|
επιδοκιμαστεί, επιδοκιμασθεί
|
|
1 pl
|
επιδοκιμάζουμε, [‑ομε]
|
επιδοκιμάσουμε, [‑ομε]
|
επιδοκιμαζόμαστε
|
επιδοκιμαστούμε, επιδοκιμασθούμε
|
2 pl
|
επιδοκιμάζετε
|
επιδοκιμάσετε
|
επιδοκιμάζεστε, επιδοκιμαζόσαστε
|
επιδοκιμαστείτε, επιδοκιμασθείτε
|
3 pl
|
επιδοκιμάζουν(ε)
|
επιδοκιμάσουν(ε)
|
επιδοκιμάζονται
|
επιδοκιμαστούν(ε), επιδοκιμασθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
επιδοκίμαζα
|
επιδοκίμασα
|
επιδοκιμαζόμουν(α)
|
επιδοκιμάστηκα, επιδοκιμάσθηκα
|
2 sg
|
επιδοκίμαζες
|
επιδοκίμασες
|
επιδοκιμαζόσουν(α)
|
επιδοκιμάστηκες, επιδοκιμάσθηκες
|
3 sg
|
επιδοκίμαζε
|
επιδοκίμασε
|
επιδοκιμαζόταν(ε)
|
επιδοκιμάστηκε, επιδοκιμάσθηκε
|
|
1 pl
|
επιδοκιμάζαμε
|
επιδοκιμάσαμε
|
επιδοκιμαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
επιδοκιμαστήκαμε, επιδοκιμασθήκαμε
|
2 pl
|
επιδοκιμάζατε
|
επιδοκιμάσατε
|
επιδοκιμαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
επιδοκιμαστήκατε, επιδοκιμασθήκατε
|
3 pl
|
επιδοκίμαζαν, επιδοκιμάζαν(ε)
|
επιδοκίμασαν, επιδοκιμάσαν(ε)
|
επιδοκιμάζονταν, (επιδοκιμαζόντουσαν)
|
επιδοκιμάστηκαν, επιδοκιμαστήκαν(ε), επιδοκιμάσθηκαν, επιδοκιμασθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα επιδοκιμάζω ➤
|
θα επιδοκιμάσω ➤
|
θα επιδοκιμάζομαι ➤
|
θα επιδοκιμαστώ / επιδοκιμασθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα επιδοκιμάζεις, …
|
θα επιδοκιμάσεις, …
|
θα επιδοκιμάζεσαι, …
|
θα επιδοκιμαστείς / επιδοκιμασθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … επιδοκιμάσει έχω, έχεις, … επιδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί είμαι, είσαι, … επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … επιδοκιμάσει είχα, είχες, … επιδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί ήμουν, ήσουν, … επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμάσει θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
επιδοκίμαζε
|
επιδοκίμασε
|
—
|
επιδοκιμάσου
|
2 pl
|
επιδοκιμάζετε
|
επιδοκιμάστε
|
επιδοκιμάζεστε
|
επιδοκιμαστείτε, επιδοκιμασθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
επιδοκιμάζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας επιδοκιμάσει ➤
|
επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
επιδοκιμάσει
|
επιδοκιμαστεί, επιδοκιμασθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Antonyms