Learned borrowing from Ancient Greek ἰσοφαρίζω (isopharízō).[1]
ισοφαρίζω • (isofarízo) (past ισοφάρισα, passive ισοφαρίζομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ισοφαρίζω | ισοφαρίσω | ισοφαρίζομαι | ισοφαριστώ |
2 sg | ισοφαρίζεις | ισοφαρίσεις | ισοφαρίζεσαι | ισοφαριστείς |
3 sg | ισοφαρίζει | ισοφαρίσει | ισοφαρίζεται | ισοφαριστεί |
1 pl | ισοφαρίζουμε, [‑ομε] | ισοφαρίσουμε, [‑ομε] | ισοφαριζόμαστε | ισοφαριστούμε |
2 pl | ισοφαρίζετε | ισοφαρίσετε | ισοφαρίζεστε, ισοφαριζόσαστε | ισοφαριστείτε |
3 pl | ισοφαρίζουν(ε) | ισοφαρίσουν(ε) | ισοφαρίζονται | ισοφαριστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ισοφάριζα | ισοφάρισα | ισοφαριζόμουν(α) | ισοφαρίστηκα |
2 sg | ισοφάριζες | ισοφάρισες | ισοφαριζόσουν(α) | ισοφαρίστηκες |
3 sg | ισοφάριζε | ισοφάρισε | ισοφαριζόταν(ε) | ισοφαρίστηκε |
1 pl | ισοφαρίζαμε | ισοφαρίσαμε | ισοφαριζόμασταν, (‑όμαστε) | ισοφαριστήκαμε |
2 pl | ισοφαρίζατε | ισοφαρίσατε | ισοφαριζόσασταν, (‑όσαστε) | ισοφαριστήκατε |
3 pl | ισοφάριζαν, ισοφαρίζαν(ε) | ισοφάρισαν, ισοφαρίσαν(ε) | ισοφαρίζονταν, (ισοφαριζόντουσαν) | ισοφαρίστηκαν, ισοφαριστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ισοφαρίζω ➤ | θα ισοφαρίσω ➤ | θα ισοφαρίζομαι ➤ | θα ισοφαριστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ισοφαρίζεις, … | θα ισοφαρίσεις, … | θα ισοφαρίζεσαι, … | θα ισοφαριστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ισοφαρίσει έχω, έχεις, … ισοφαρισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ισοφαριστεί είμαι, είσαι, … ισοφαρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ισοφαρίσει είχα, είχες, … ισοφαρισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ισοφαριστεί ήμουν, ήσουν, … ισοφαρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ισοφαρίσει θα έχω, θα έχεις, … ισοφαρισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ισοφαριστεί θα είμαι, θα είσαι, … ισοφαρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ισοφάριζε | ισοφάρισε | — | ισοφαρίσου |
2 pl | ισοφαρίζετε | ισοφαρίστε | ισοφαρίζεστε | ισοφαριστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ισοφαρίζοντας ➤ | ισοφαριζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ισοφαρίσει ➤ | ισοφαρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ισοφαρίσει | ισοφαριστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||