Etymological spelling of the word as in the Hellenistic and mediaeval καινούργιος (kainoúrgios),[1] from Ancient Greek καινουργός (kainourgós, “producing new things”), from καινουργής (kainourgḗs) (from καινός (kainós, “fresh, new”) + -ουργός (-ourgós, “maker”)), + -ιος (-ios).
Also see the modern spelling καινούριος (kainoúrios).
καινούργιος • (kainoúrgios) m (feminine καινούργια, neuter καινούργιο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καινούργιος (kainoúrgios) | καινούργια (kainoúrgia) | καινούργιο (kainoúrgio) | καινούργιοι (kainoúrgioi) | καινούργιες (kainoúrgies) | καινούργια (kainoúrgia) | |
genitive | καινούργιου (kainoúrgiou) | καινούργιας (kainoúrgias) | καινούργιου (kainoúrgiou) | καινούργιων (kainoúrgion) | καινούργιων (kainoúrgion) | καινούργιων (kainoúrgion) | |
accusative | καινούργιο (kainoúrgio) | καινούργια (kainoúrgia) | καινούργιο (kainoúrgio) | καινούργιους (kainoúrgious) | καινούργιες (kainoúrgies) | καινούργια (kainoúrgia) | |
vocative | καινούργιε (kainoúrgie) | καινούργια (kainoúrgia) | καινούργιο (kainoúrgio) | καινούργιοι (kainoúrgioi) | καινούργιες (kainoúrgies) | καινούργια (kainoúrgia) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καινούργιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καινούργιος, etc.)