Hello, you have come here looking for the meaning of the word
περιγράφω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
περιγράφω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
περιγράφω in singular and plural. Everything you need to know about the word
περιγράφω you have here. The definition of the word
περιγράφω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
περιγράφω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From Ancient Greek περῐγρᾰ́φω. Morphologically, from περι- (“around”) + γράφω (“write”).
Pronunciation
- IPA(key): /pe.ɾiˈɣra.fo/
- Hyphenation: πε‧ρι‧γρά‧φω
Verb
περιγράφω • (perigráfo) (past περιέγραψα, passive περιγράφομαι)
- to write an account, describe
- to describe, give an account of (orally)
Conjugation
περιγράφω περιγράφομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
περιγράφω
|
περιγράψω
|
περιγράφομαι
|
περιγραφώ, περιγραφτώ
|
2 sg
|
περιγράφεις
|
περιγράψεις
|
περιγράφεσαι
|
περιγραφείς, περιγραφτείς
|
3 sg
|
περιγράφει
|
περιγράψει
|
περιγράφεται
|
περιγραφεί, περιγραφτεί
|
|
1 pl
|
περιγράφουμε, [‑ομε]
|
περιγράψουμε, [‑ομε]
|
περιγραφόμαστε
|
περιγραφούμε, περιγραφτούμε
|
2 pl
|
περιγράφετε
|
περιγράψετε
|
περιγράφεστε, περιγραφόσαστε
|
περιγραφείτε, περιγραφτείτε
|
3 pl
|
περιγράφουν(ε)
|
περιγράψουν(ε)
|
περιγράφονται
|
περιγραφούν(ε), περιγραφτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
περιέγραφα
|
περιέγραψα
|
περιγραφόμουν(α)
|
περιγράφηκα, περιγράφτηκα
|
2 sg
|
περιέγραφες
|
περιέγραψες
|
περιγραφόσουν(α)
|
περιγράφηκες, περιγράφτηκες
|
3 sg
|
περιέγραφε
|
περιέγραψε
|
περιγραφόταν(ε)
|
περιγράφηκε, περιγράφτηκε, [{περιεγράφη}]
|
|
1 pl
|
περιγράφαμε
|
περιγράψαμε
|
περιγραφόμασταν, (‑όμαστε)
|
περιγραφήκαμε, περιγραφτήκαμε
|
2 pl
|
περιγράφατε
|
περιγράψατε
|
περιγραφόσασταν, (‑όσαστε)
|
περιγραφήκατε, περιγραφτήκατε
|
3 pl
|
περιέγραφαν, περιγράφαν(ε)
|
περιέγραψαν, περιγράψαν(ε)
|
περιγράφονταν, (περιγραφόντουσαν)
|
περιγράφηκαν, περιγράφτηκαν, περιγραφτήκαν(ε), [{περιεγράφησαν}]
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα περιγράφω ➤
|
θα περιγράψω ➤
|
θα περιγράφομαι ➤
|
θα περιγραφώ / περιγραφτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα περιγράφεις, …
|
θα περιγράψεις, …
|
θα περιγράφεσαι, …
|
θα περιγραφείς / περιγραφτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … περιγράψει έχω, έχεις, … περιγεγραμμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … περιγραφεί / περιγραφτεί είμαι, είσαι, … περιγεγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … περιγράψει είχα, είχες, … περιγεγραμμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … περιγραφεί / περιγραφτεί ήμουν, ήσουν, … περιγεγραμμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … περιγράψει θα έχω, θα έχεις, … περιγεγραμμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … περιγραφεί / περιγραφτεί θα είμαι, θα είσαι, … περιγεγραμμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
περίγραφε
|
περίγραψε
|
—
|
περιγράψου
|
2 pl
|
περιγράφετε
|
περιγράψτε, περιγράφτε1
|
περιγράφεστε
|
περιγραφείτε, περιγραφτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
περιγράφοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας περιγράψει ➤
|
{περιγεγραμμένος, ‑η, ‑o} [περιγραμμένος, ‑η, ‑o]2 ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
περιγράψει
|
περιγραφεί, περιγραφτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Colloquial. 2. The ancient perfect participle with reduplication περιγεγραμμένος (perigegramménos) means circumscribed. The demotic περιγραμμένος (perigramménos) is rare and also means "descirbed". • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- απερίγραπτα (aperígrapta, “indescribably, inexpressibly”, adverb)
- απερίγραπτος (aperígraptos, “indescribable, inexpressible”, adjective)
- δυσπερίγραπτος (dysperígraptos, “difficult to describe”)
- εγγεγραμένος (engegraménos, “inscribed”)
- περιγεγραμμένος (perigegramménos, “circumscribed”) (geometry)
- περίγραμμα n (perígramma, “outline, silhouette”)
- περιγραφή f (perigrafí, “description”)
- περιγραφικός (perigrafikós, “descriptive”)
- περιγραφικότητα f (perigrafikótita, “descriptiveness”)
- and see: γράφω (gráfo, “I write”)