Hello, you have come here looking for the meaning of the word
προσγειώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
προσγειώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
προσγειώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
προσγειώνω you have here. The definition of the word
προσγειώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
προσγειώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly from Koine Greek πρόσγειος (prósgeios, “near the earth”) + -ώνω (-óno), a calque of French atterrir, with semantic loan from English bring down to earth.[1] By surface analysis, προσ- (pros-, “towards”) + γη (gi, “earth”) + -ώνω (-óno).
Pronunciation
- IPA(key): /pɾozʝiˈono/
- Hyphenation: προσ‧γει‧ώ‧νω
Verb
προσγειώνω • (prosgeióno) (past προσγείωσα, passive προσγειώνομαι)
- (aviation) to land
- (figuratively) to disillusion, bring down to earth
Conjugation
προσγειώνω προσγειώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προσγειώνω
|
προσγειώσω
|
προσγειώνομαι
|
προσγειωθώ
|
2 sg
|
προσγειώνεις
|
προσγειώσεις
|
προσγειώνεσαι
|
προσγειωθείς
|
3 sg
|
προσγειώνει
|
προσγειώσει
|
προσγειώνεται
|
προσγειωθεί
|
|
1 pl
|
προσγειώνουμε, [‑ομε]
|
προσγειώσουμε, [‑ομε]
|
προσγειωνόμαστε
|
προσγειωθούμε
|
2 pl
|
προσγειώνετε
|
προσγειώσετε
|
προσγειώνεστε, προσγειωνόσαστε
|
προσγειωθείτε
|
3 pl
|
προσγειώνουν(ε)
|
προσγειώσουν(ε)
|
προσγειώνονται
|
προσγειωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προσγείωνα
|
προσγείωσα
|
προσγειωνόμουν(α)
|
προσγειώθηκα
|
2 sg
|
προσγείωνες
|
προσγείωσες
|
προσγειωνόσουν(α)
|
προσγειώθηκες
|
3 sg
|
προσγείωνε
|
προσγείωσε
|
προσγειωνόταν(ε)
|
προσγειώθηκε
|
|
1 pl
|
προσγειώναμε
|
προσγειώσαμε
|
προσγειωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
προσγειωθήκαμε
|
2 pl
|
προσγειώνατε
|
προσγειώσατε
|
προσγειωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
προσγειωθήκατε
|
3 pl
|
προσγείωναν, προσγειώναν(ε)
|
προσγείωσαν, προσγειώσαν(ε)
|
προσγειώνονταν, (προσγειωνόντουσαν)
|
προσγειώθηκαν, προσγειωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προσγειώνω ➤
|
θα προσγειώσω ➤
|
θα προσγειώνομαι ➤
|
θα προσγειωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προσγειώνεις, …
|
θα προσγειώσεις, …
|
θα προσγειώνεσαι, …
|
θα προσγειωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προσγειώσει έχω, έχεις, … προσγειωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … προσγειωθεί είμαι, είσαι, … προσγειωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προσγειώσει είχα, είχες, … προσγειωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … προσγειωθεί ήμουν, ήσουν, … προσγειωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προσγειώσει θα έχω, θα έχεις, … προσγειωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … προσγειωθεί θα είμαι, θα είσαι, … προσγειωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προσγείωνε
|
προσγείωσε
|
—
|
προσγειώσου
|
2 pl
|
προσγειώνετε
|
προσγειώστε
|
προσγειώνεστε
|
προσγειωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προσγειώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προσγειώσει ➤
|
προσγειωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
προσγειώσει
|
προσγειωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms
Antonyms
References