+ -βάτης (“walker”). IPA(key): /ipnoˈvatis/ Hyphenation: υ‧πνο‧βά‧της <span class="searchmatch">υπνοβάτης</span> • (ypnovátis) m (feminine υπνοβάτισσα or υπνοβάτις) sleepwalker, somnambulist...
at a particular time ύπνος (ýpnos, “sleeping”) + -βάτης (-vátis) → <span class="searchmatch">υπνοβάτης</span> (ypnovátis, “sleepwalker”) (forming nouns, sexuality) masculine: one who...
τιμοκατάλογος τιμολόγιο τραπεζομάντηλο τραπεζομάντιλο τυροκαυτερή τυχοδιώκτης <span class="searchmatch">υπνοβάτης</span> υπνοδωμάτιο υφαλοκρηπίδα χαζο- χαλκο- χαμο- χαραμοφάης χαρμολύπη χιονοθύελλα...
τιμοκατάλογος τιμολόγιο τραπεζομάντηλο τραπεζομάντιλο τυροκαυτερή τυχοδιώκτης <span class="searchmatch">υπνοβάτης</span> υπνοδωμάτιο υφαλοκρηπίδα χαζο- χαλκο- χαμο- χαραμοφάης χαρμολύπη χιονοθύελλα...
somnambule (fr) m Georgian: მთვარეული (mtvareuli) German: Schlafwandler (de) m Greek: <span class="searchmatch">υπνοβάτης</span> (el) m (ypnovátis) Hebrew: סַהֲרוּרִי (he) m (saharurí) Hindi: निद्राचारी...