/oˈmi.liks/ <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span> • (homêlix) m or f (neuter <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span>); third declension of the same age of the same stature Third declension of <span class="searchmatch">ὁμῆλῐξ</span>; <span class="searchmatch">ὁμῆλῐξ</span> (Attic) ὁμηλικίη...
ὁμή; ὁμόν (Attic) ὅμοιος (hómoios) ὅμορος (hómoros) ὁμαιχμία (homaikhmía) <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span> (homêlix) Greek: ομο- (omo-), ομό (omó) → Danish: homo- → Dutch: homo- →...
fellow, comrade Third declension of ὁ, ἡ ἧλῐξ; τοῦ, τῆς ἥλῐκος (Attic) <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span> (homêlix) ἕλῐξ (hélĭx) ^ Beekes, Robert S. P. (2010) “ἧλῐξ”, in Etymological...
From <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span> (homêlix, “of the same age”) + -ίη (-íē), from ὁμός (homós, “same”) + ἧλιξ (hêlix, “of the same age”). IPA(key): /ho.mɛː.li.kí.ɛː/ → /o...
size, age πηλίκος πηλίκος †τηλίκος, τηλικοῦτος τηλικόσδε ἡλίκος ὁπηλίκος <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span> repetition ποσάκις, ποσίνδα ποσάκις τουτάκις, τοσάκις †ὁσάκις ὁποσάκις ὁποσάκις...
size, age πηλίκος πηλίκος †τηλίκος, τηλικοῦτος τηλικόσδε ἡλίκος ὁπηλίκος <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span> repetition ποσάκις, ποσίνδα ποσάκις τουτάκις, τοσάκις †ὁσάκις ὁποσάκις ὁποσάκις...
size, age πηλίκος πηλίκος †τηλίκος, τηλικοῦτος τηλικόσδε ἡλίκος ὁπηλίκος <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span> repetition ποσάκις, ποσίνδα ποσάκις τουτάκις, τοσάκις †ὁσάκις ὁποσάκις ὁποσάκις...
size, age πηλίκος πηλίκος †τηλίκος, τηλικοῦτος τηλικόσδε ἡλίκος ὁπηλίκος <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span> repetition ποσάκις, ποσίνδα ποσάκις τουτάκις, τοσάκις †ὁσάκις ὁποσάκις ὁποσάκις...
size, age πηλίκος πηλίκος †τηλίκος, τηλικοῦτος τηλικόσδε ἡλίκος ὁπηλίκος <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span> repetition ποσάκις, ποσίνδα ποσάκις τουτάκις, τοσάκις †ὁσάκις ὁποσάκις ὁποσάκις...
size, age πηλίκος πηλίκος †τηλίκος, τηλικοῦτος τηλικόσδε ἡλίκος ὁπηλίκος <span class="searchmatch">ὁμῆλιξ</span> repetition ποσάκις, ποσίνδα ποσάκις τουτάκις, τοσάκις †ὁσάκις ὁποσάκις ὁποσάκις...