Inherited from Byzantine Greek ἀγγίζω (angízō) from Hellenistic Koine Greek ἐγγίζω (engízō, “bring close”), from Ancient Greek ἐγγύς (engús).
αγγίζω • (angízo) active (past άγγιξα/άγγισα, passive αγγίζομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αγγίζω | αγγίξω, αγγίσω | αγγίζομαι | αγγιχτώ, αγγιστώ |
2 sg | αγγίζεις | αγγίξεις, αγγίσεις | αγγίζεσαι | αγγιχτείς, αγγιστείς |
3 sg | αγγίζει | αγγίξει, αγγίσει | αγγίζεται | αγγιχτεί, αγγιστεί |
1 pl | αγγίζουμε, [‑ομε] | αγγίξουμε, [‑ομε], αγγίσουμε, [‑ομε] | αγγιζόμαστε | αγγιχτούμε, αγγιστούμε |
2 pl | αγγίζετε | αγγίξετε, αγγίσετε | αγγίζεστε, αγγιζόσαστε | αγγιχτείτε, αγγιστείτε |
3 pl | αγγίζουν(ε) | αγγίξουν(ε), αγγίσουν(ε) | αγγίζονται | αγγιχτούν(ε), αγγιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | άγγιζα | άγγιξα, άγγισα | αγγιζόμουν(α) | αγγίχτηκα, αγγίστηκα |
2 sg | άγγιζες | άγγιξες, άγγισες | αγγιζόσουν(α) | αγγίχτηκες, αγγίστηκες |
3 sg | άγγιζε | άγγιξε, άγγισε | αγγιζόταν(ε) | αγγίχτηκε, αγγίστηκε |
1 pl | αγγίζαμε | αγγίξαμε, αγγίσαμε | αγγιζόμασταν, (‑όμαστε) | αγγιχτήκαμε, αγγιστήκαμε |
2 pl | αγγίζατε | αγγίξατε, αγγίσατε | αγγιζόσασταν, (‑όσαστε) | αγγιχτήκατε, αγγιστήκατε |
3 pl | άγγιζαν, αγγίζαν(ε) | άγγιξαν, αγγίξαν(ε), άγγισαν | αγγίζονταν, (αγγιζόντουσαν) | αγγίχτηκαν, αγγιχτήκαν(ε), αγγίστηκαν, αγγιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αγγίζω ➤ | θα αγγίξω / αγγίσω ➤ | θα αγγίζομαι ➤ | θα αγγιχτώ / αγγιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αγγίζεις, … | θα αγγίξεις / αγγίσεις, … | θα αγγίζεσαι, … | θα αγγιχτείς / αγγιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αγγίξει / αγγίσει έχω, έχεις, … αγγιγμένο, ‑η, ‑ο / αγγισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αγγιχτεί / αγγιστεί είμαι, είσαι, … αγγιγμένος, ‑η, ‑ο / αγγισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αγγίξει / αγγίσει είχα, είχες, … αγγιγμένο, ‑η, ‑ο / αγγισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αγγιχτεί / αγγιστεί ήμουν, ήσουν, … αγγιγμένος, ‑η, ‑ο / αγγισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αγγίξει / αγγίσει θα έχω, θα έχεις, … αγγιγμένο, ‑η, ‑ο / αγγισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αγγιχτεί / αγγιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αγγιγμένος, ‑η, ‑ο / αγγισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | άγγιζε | άγγιξε, άγγισε, άγγιχ' 1 | — | αγγίξου, αγγίσου |
2 pl | αγγίζετε | αγγίξτε, αγγίχτε2 | αγγίζεστε | αγγιχτείτε, αγγιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αγγίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αγγίξει / αγγίσει ➤ | αγγιγμένος, ‑η, ‑ο / αγγισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αγγίξει, αγγίσει | αγγιχτεί, αγγιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. άγγιχ' τον ("touch him!") 2. Colloquial. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||