From αηδία f (aïdía, “disgust, revulsion”). First attested 1886.
αηδιαστικός • (aïdiastikós) m (feminine αηδιαστική, neuter αηδιαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αηδιαστικός (aïdiastikós) | αηδιαστική (aïdiastikí) | αηδιαστικό (aïdiastikó) | αηδιαστικοί (aïdiastikoí) | αηδιαστικές (aïdiastikés) | αηδιαστικά (aïdiastiká) | |
genitive | αηδιαστικού (aïdiastikoú) | αηδιαστικής (aïdiastikís) | αηδιαστικού (aïdiastikoú) | αηδιαστικών (aïdiastikón) | αηδιαστικών (aïdiastikón) | αηδιαστικών (aïdiastikón) | |
accusative | αηδιαστικό (aïdiastikó) | αηδιαστική (aïdiastikí) | αηδιαστικό (aïdiastikó) | αηδιαστικούς (aïdiastikoús) | αηδιαστικές (aïdiastikés) | αηδιαστικά (aïdiastiká) | |
vocative | αηδιαστικέ (aïdiastiké) | αηδιαστική (aïdiastikí) | αηδιαστικό (aïdiastikó) | αηδιαστικοί (aïdiastikoí) | αηδιαστικές (aïdiastikés) | αηδιαστικά (aïdiastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αηδιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αηδιαστικός, etc.)