vo/ Hyphenation: α‧μεί‧βω αμείβω • (ameívo) (past άμειψα, passive αμείβομαι) to recompense, reward (formal) to remunerate αμείβω αμείβομαι Compounds: ανταμείβω...
“alternately”) Greek: αμείβω (ameívo) “ἀμείβω”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press “ἀμείβω”, in Liddell & Scott...
αμείβομαι • (ameívomai) passive (past αμείφτηκα/αμείφθηκα, active αμείβω) passive of αμείβω (ameívo): to get fee for this verb's full conjugation see the...
(argyramoivós) m (plural αργυραμοιβοί) money changer αμοιβή f (amoiví, “fee”) άργυρος m (árgyros, “silver”) and see: αμείβω (ameívo, “pay fee, recompense”)...
(plural αμοιβές) fee, remuneration reward, bounty αποζημίωση f (apozimíosi, “compensation”) πληρωμή f (pliromí, “payment”) αμείβω (ameívo, “to recompense”)...
exchange”). Morphologically, from αντ- (αντι-) (ant- (anti-), “counter”) + αμείβω (ameívo, “pay, compensate”). IPA(key): /an.daˈmi.vo/ Hyphenation: α‧ντα‧μεί‧βω...
(koinós) αμοιβαιότητα f (amoivaiótita, “mutuality”) αμοιβαίο κεφάλαιο n (amoivaío kefálaio, “unit trust”) and see: αμείβω (ameívo, “pay fee, recompense”)...
αλληλοπάθεια f (allilopátheia) αμοιβαίος (amoivaíos, “mutual”, adjective) and see: αμείβω (ameívo, “pay fee, recompense”) Αμοιβαιότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia...
(ameipsisporá) f (plural αμειψισπορές) (agriculture) crop rotation see: αμείβω (ameívo, “pay fee, recompense”) and σπέρνω (spérno, “seed”) from σπείρω...