10 Results found for "αμείβω".

αμείβω

vo/ Hyphenation: α‧μεί‧βω αμείβω • (ameívo) (past άμειψα, passive αμείβομαι) to recompense, reward (formal) to remunerate αμείβω   αμείβομαι Compounds: ανταμείβω...


ἀμείβω

“alternately”) Greek: αμείβω (ameívo) “ἀμείβω”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press “ἀμείβω”, in Liddell & Scott...


αμείβομαι

αμείβομαι • (ameívomai) passive (past αμείφτηκα/αμείφθηκα, active αμείβω) passive of αμείβω (ameívo): to get fee for this verb's full conjugation see the...


άμειψα

άμειψα • (ámeipsa) first-person singular simple past of αμείβω (ameívo)...


αργυραμοιβός

(argyramoivós) m (plural αργυραμοιβοί) money changer αμοιβή f (amoiví, “fee”) άργυρος m (árgyros, “silver”) and see: αμείβω (ameívo, “pay fee, recompense”)...


αμοιβή

(plural αμοιβές) fee, remuneration reward, bounty αποζημίωση f (apozimíosi, “compensation”) πληρωμή f (pliromí, “payment”) αμείβω (ameívo, “to recompense”)...


ανταμείβω

exchange”). Morphologically, from αντ- (αντι-) (ant- (anti-), “counter”) +‎ αμείβω (ameívo, “pay, compensate”). IPA(key): /an.daˈmi.vo/ Hyphenation: α‧ντα‧μεί‧βω...


αμοιβαίος

(koinós) αμοιβαιότητα f (amoivaiótita, “mutuality”) αμοιβαίο κεφάλαιο n (amoivaío kefálaio, “unit trust”) and see: αμείβω (ameívo, “pay fee, recompense”)...


αμοιβαιότητα

αλληλοπάθεια f (allilopátheia) αμοιβαίος (amoivaíos, “mutual”, adjective) and see: αμείβω (ameívo, “pay fee, recompense”) Αμοιβαιότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia...


αμειψισπορά

(ameipsisporá) f (plural αμειψισπορές) (agriculture) crop rotation see: αμείβω (ameívo, “pay fee, recompense”) and σπέρνω (spérno, “seed”) from σπείρω...