καταπραϋντικός • (katapraÿntikós) m (feminine καταπραϋντική, neuter καταπραϋντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καταπραϋντικός (katapraÿntikós) | καταπραϋντική (katapraÿntikí) | καταπραϋντικό (katapraÿntikó) | καταπραϋντικοί (katapraÿntikoí) | καταπραϋντικές (katapraÿntikés) | καταπραϋντικά (katapraÿntiká) | |
genitive | καταπραϋντικού (katapraÿntikoú) | καταπραϋντικής (katapraÿntikís) | καταπραϋντικού (katapraÿntikoú) | καταπραϋντικών (katapraÿntikón) | καταπραϋντικών (katapraÿntikón) | καταπραϋντικών (katapraÿntikón) | |
accusative | καταπραϋντικό (katapraÿntikó) | καταπραϋντική (katapraÿntikí) | καταπραϋντικό (katapraÿntikó) | καταπραϋντικούς (katapraÿntikoús) | καταπραϋντικές (katapraÿntikés) | καταπραϋντικά (katapraÿntiká) | |
vocative | καταπραϋντικέ (katapraÿntiké) | καταπραϋντική (katapraÿntikí) | καταπραϋντικό (katapraÿntikó) | καταπραϋντικοί (katapraÿntikoí) | καταπραϋντικές (katapraÿntikés) | καταπραϋντικά (katapraÿntiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταπραϋντικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταπραϋντικός, etc.)