Inherited from Byzantine Greek νοστιμίζω from νόστιμ(ος) (nóstim(os)) + -ίζω (-ízō, suffix for verbs).
νοστιμίζω • (nostimízo) (past νοστίμισα, passive —, ppp νοστιμισμένος)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | νοστιμίζω | νοστιμίσω | ||
2 sg | νοστιμίζεις | νοστιμίσεις | ||
3 sg | νοστιμίζει | νοστιμίσει | ||
1 pl | νοστιμίζουμε, [‑ομε] | νοστιμίσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | νοστιμίζετε | νοστιμίσετε | ||
3 pl | νοστιμίζουν(ε) | νοστιμίσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | νοστίμιζα | νοστίμισα | ||
2 sg | νοστίμιζες | νοστίμισες | ||
3 sg | νοστίμιζε | νοστίμισε | ||
1 pl | νοστιμίζαμε | νοστιμίσαμε | ||
2 pl | νοστιμίζατε | νοστιμίσατε | ||
3 pl | νοστίμιζαν, νοστιμίζαν(ε) | νοστίμισαν, νοστιμίσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα νοστιμίζω ➤ | θα νοστιμίσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα νοστιμίζεις, … | θα νοστιμίσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … νοστιμίσει έχω, έχεις, … νοστιμισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
είμαι, είσαι, … νοστιμισμένος, ‑η, ‑ο ➤ (also passive voice) | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … νοστιμίσει είχα, είχες, … νοστιμισμένο, ‑η, ‑ο |
ήμουν, ήσουν, … νοστιμισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … νοστιμίσει θα έχω, θα έχεις, … νοστιμισμένο, ‑η, ‑ο |
θα είμαι, θα είσαι, … νοστιμισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | νοστίμιζε | νοστίμισε | ||
2 pl | νοστιμίζετε | νοστιμίστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | νοστιμίζοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας νοστιμίσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | νοστιμισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | |||
Nonfinite form ➤ | νοστιμίσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||