|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
παραγράφω
|
παραγράψω
|
παραγράφομαι
|
παραγραφώ, παραγραφτώ
|
2 sg
|
παραγράφεις
|
παραγράψεις
|
παραγράφεσαι
|
παραγραφείς, παραγραφτείς
|
3 sg
|
παραγράφει
|
παραγράψει
|
παραγράφεται
|
παραγραφεί, παραγραφτεί
|
|
1 pl
|
παραγράφουμε, [‑ομε]
|
παραγράψουμε, [‑ομε]
|
παραγραφόμαστε
|
παραγραφούμε, παραγραφτούμε
|
2 pl
|
παραγράφετε
|
παραγράψετε
|
παραγράφεστε, παραγραφόσαστε
|
παραγραφείτε, παραγραφτείτε
|
3 pl
|
παραγράφουν(ε)
|
παραγράψουν(ε)
|
παραγράφονται
|
παραγραφούν(ε), παραγραφτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
παρέγραφα
|
παρέγραψα
|
παραγραφόμουν
|
παραγράφηκα, παραγράφτηκα, [{παρεγράφην}]1
|
2 sg
|
παρέγραφες
|
παρέγραψες
|
παραγραφόσουν
|
παραγράφηκες, παραγράφτηκες, [{παρεγράφης}]
|
3 sg
|
παρέγραφε
|
παρέγραψε
|
παραγραφόταν
|
παραγράφηκε, παραγράφτηκε, {παρεγράφη}
|
|
1 pl
|
παραγράφαμε
|
παραγράψαμε
|
παραγραφόμασταν, (‑όμαστε)
|
παραγραφήκαμε, παραγραφτήκαμε, [{παρεγράφημεν}]
|
2 pl
|
παραγράφατε
|
παραγράψατε
|
παραγραφόσασταν, (‑όσαστε)
|
παραγραφήκατε, παραγραφτήκατε,[{παρεγράφητε}]
|
3 pl
|
παρέγραφαν, παραγράφαν(ε)
|
παρέγραψαν, παραγράψαν(ε)
|
παραγράφονταν
|
παραγράφηκαν, παραγραφήκαν(ε), παραγράφτηκαν, παραγραφτήκαν(ε), {παρεγράφησαν}
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα παραγράφω ➤
|
θα παραγράψω ➤
|
θα παραγράφομαι ➤
|
θα παραγραφώ / παραγραφτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα παραγράφεις, …
|
θα παραγράψεις, …
|
θα παραγράφεσαι, …
|
θα παραγραφείς / παραγραφτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … παραγράψει έχω, έχεις, … παραγεγραμμένο, ‑η, ‑ο / παραγραμμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … παραγραφεί / παραγραφτεί είμαι, είσαι, … παραγεγραμμένος, ‑η, ‑ο / παραγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … παραγράψει είχα, είχες, … παραγεγραμμένο, ‑η, ‑ο / παραγραμμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … παραγραφεί / παραγραφτεί ήμουν, ήσουν, … παραγεγραμμένος, ‑η, ‑ο / παραγραμμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … παραγράψει θα έχω, θα έχεις, … παραγεγραμμένο, ‑η, ‑ο / παραγραμμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … παραγραφεί / παραγραφτεί θα είμαι, θα είσαι, … παραγεγραμμένος, ‑η, ‑ο / παραγραμμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
παράγραφε
|
παράγραψε
|
—
|
παραγράψου
|
2 pl
|
παραγράφετε
|
παραγράψτε
|
παραγράφεστε
|
παραγραφείτε, παραγραφτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
παραγράφοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας παραγράψει ➤
|
{παραγεγραμμένος, ‑η, ‑o} (παραγραμμένος, ‑η, ‑o) also: past participle {παραγραφείς, ‑είσα, ‑έν} ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
παραγράψει
|
παραγραφεί, παραγραφτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Formal passsive forms, as in the ancient aorist παρεγράφην from the conjugation of παραγράφω. In Modern Greek, used in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|