πλαδαρός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word πλαδαρός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word πλαδαρός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say πλαδαρός in singular and plural. Everything you need to know about the word πλαδαρός you have here. The definition of the word πλαδαρός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofπλαδαρός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

From stem as in πλαδ(άω) (plad(áō)) +‎ -αρός (-arós). See πλάδος (pládos, moisture).

Pronunciation

 

Adjective

πλᾰδᾰρός (plădărósm (feminine πλᾰδᾰρᾱ́, neuter πλᾰδᾰρόν); first/second declension

  1. moist, damp, wet
    Synonyms: νοτερός (noterós), πᾰρδᾰκός (părdăkós), ὑγρός (hugrós)
  2. flabby, flaccid
  3. loose, watery
  4. insipid
    Antonym: στρυφνός (struphnós)

Inflection

Derived terms

Further reading

Greek

Etymology

Learnedly, from Ancient Greek πλαδαρός (pladarós). The figurative sense, a semantic loan from French flasque.[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /pla.ðaˈɾos/
  • Hyphenation: πλα‧δα‧ρός

Adjective

πλαδαρός (pladarósm (feminine πλαδαρή, neuter πλαδαρό)

  1. flabby (also figuratively)

Declension

Declension of πλαδαρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλαδαρός (pladarós) πλαδαρή (pladarí) πλαδαρό (pladaró) πλαδαροί (pladaroí) πλαδαρές (pladarés) πλαδαρά (pladará)
genitive πλαδαρού (pladaroú) πλαδαρής (pladarís) πλαδαρού (pladaroú) πλαδαρών (pladarón) πλαδαρών (pladarón) πλαδαρών (pladarón)
accusative πλαδαρό (pladaró) πλαδαρή (pladarí) πλαδαρό (pladaró) πλαδαρούς (pladaroús) πλαδαρές (pladarés) πλαδαρά (pladará)
vocative πλαδαρέ (pladaré) πλαδαρή (pladarí) πλαδαρό (pladaró) πλαδαροί (pladaroí) πλαδαρές (pladarés) πλαδαρά (pladará)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλαδαρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλαδαρός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλαδαρότερος (pladaróteros) πλαδαρότερη (pladaróteri) πλαδαρότερο (pladarótero) πλαδαρότεροι (pladaróteroi) πλαδαρότερες (pladaróteres) πλαδαρότερα (pladarótera)
genitive πλαδαρότερου (pladaróterou) πλαδαρότερης (pladaróteris) πλαδαρότερου (pladaróterou) πλαδαρότερων (pladaróteron) πλαδαρότερων (pladaróteron) πλαδαρότερων (pladaróteron)
accusative πλαδαρότερο (pladarótero) πλαδαρότερη (pladaróteri) πλαδαρότερο (pladarótero) πλαδαρότερους (pladaróterous) πλαδαρότερες (pladaróteres) πλαδαρότερα (pladarótera)
vocative πλαδαρότερε (pladarótere) πλαδαρότερη (pladaróteri) πλαδαρότερο (pladarótero) πλαδαρότεροι (pladaróteroi) πλαδαρότερες (pladaróteres) πλαδαρότερα (pladarótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πλαδαρότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πλαδαρότατος (pladarótatos) πλαδαρότατη (pladarótati) πλαδαρότατο (pladarótato) πλαδαρότατοι (pladarótatoi) πλαδαρότατες (pladarótates) πλαδαρότατα (pladarótata)
genitive πλαδαρότατου (pladarótatou) πλαδαρότατης (pladarótatis) πλαδαρότατου (pladarótatou) πλαδαρότατων (pladarótaton) πλαδαρότατων (pladarótaton) πλαδαρότατων (pladarótaton)
accusative πλαδαρότατο (pladarótato) πλαδαρότατη (pladarótati) πλαδαρότατο (pladarótato) πλαδαρότατους (pladarótatous) πλαδαρότατες (pladarótates) πλαδαρότατα (pladarótata)
vocative πλαδαρότατε (pladarótate) πλαδαρότατη (pladarótati) πλαδαρότατο (pladarótato) πλαδαρότατοι (pladarótatoi) πλαδαρότατες (pladarótates) πλαδαρότατα (pladarótata)

References

  1. ^ πλαδαρός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language