πολιτειακός • (politeiakós) m (feminine πολιτειακή, neuter πολιτειακό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πολιτειακός (politeiakós) | πολιτειακή (politeiakí) | πολιτειακό (politeiakó) | πολιτειακοί (politeiakoí) | πολιτειακές (politeiakés) | πολιτειακά (politeiaká) | |
genitive | πολιτειακού (politeiakoú) | πολιτειακής (politeiakís) | πολιτειακού (politeiakoú) | πολιτειακών (politeiakón) | πολιτειακών (politeiakón) | πολιτειακών (politeiakón) | |
accusative | πολιτειακό (politeiakó) | πολιτειακή (politeiakí) | πολιτειακό (politeiakó) | πολιτειακούς (politeiakoús) | πολιτειακές (politeiakés) | πολιτειακά (politeiaká) | |
vocative | πολιτειακέ (politeiaké) | πολιτειακή (politeiakí) | πολιτειακό (politeiakó) | πολιτειακοί (politeiakoí) | πολιτειακές (politeiakés) | πολιτειακά (politeiaká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολιτειακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολιτειακός, etc.)