συνταγματικός • (syntagmatikós) m (feminine συνταγματική, neuter συνταγματικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συνταγματικός • | συνταγματική • | συνταγματικό • | συνταγματικοί • | συνταγματικές • | συνταγματικά • |
genitive | συνταγματικού • | συνταγματικής • | συνταγματικού • | συνταγματικών • | συνταγματικών • | συνταγματικών • |
accusative | συνταγματικό • | συνταγματική • | συνταγματικό • | συνταγματικούς • | συνταγματικές • | συνταγματικά • |
vocative | συνταγματικέ • | συνταγματική • | συνταγματικό • | συνταγματικοί • | συνταγματικές • | συνταγματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνταγματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνταγματικός, etc.) |