προβληματικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word προβληματικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word προβληματικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say προβληματικός in singular and plural. Everything you need to know about the word προβληματικός you have here. The definition of the word προβληματικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofπροβληματικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

From πρόβλημα (próblēma) +‎ -τικός (-tikós).

Pronunciation

 

Adjective

προβλημᾰτῐκός (problēmatikósm (feminine προβλημᾰτῐκή, neuter προβλημᾰτῐκόν); first/second declension

  1. of or for a problem, problematic

Declension

Descendants

  • Latin: problēmaticus (see there for further descendants)

From the neuter plural προβληματικά (problēmatiká):

Further reading

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek προβληματικός (problēmatikós) and semantic loan from French problématique from which also the feminine προβληματική (provlimatikí) as noun.[1] By surface analysis, πρόβλημα, προβληματ- (próvlima, provlimat-) +‎ -ικός (-ikós).[2]

Pronunciation

  • IPA(key): /pro.vli.ma.tiˈkos/
  • Hyphenation: προ‧βλη‧μα‧τι‧κός

Adjective

προβληματικός (provlimatikósm (feminine προβληματική, neuter προβληματικό)

  1. problematic

Declension

Declension of προβληματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προβληματικός (provlimatikós) προβληματική (provlimatikí) προβληματικό (provlimatikó) προβληματικοί (provlimatikoí) προβληματικές (provlimatikés) προβληματικά (provlimatiká)
genitive προβληματικού (provlimatikoú) προβληματικής (provlimatikís) προβληματικού (provlimatikoú) προβληματικών (provlimatikón) προβληματικών (provlimatikón) προβληματικών (provlimatikón)
accusative προβληματικό (provlimatikó) προβληματική (provlimatikí) προβληματικό (provlimatikó) προβληματικούς (provlimatikoús) προβληματικές (provlimatikés) προβληματικά (provlimatiká)
vocative προβληματικέ (provlimatiké) προβληματική (provlimatikí) προβληματικό (provlimatikó) προβληματικοί (provlimatikoí) προβληματικές (provlimatikés) προβληματικά (provlimatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προβληματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προβληματικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προβληματικότερος (provlimatikóteros) προβληματικότερη (provlimatikóteri) προβληματικότερο (provlimatikótero) προβληματικότεροι (provlimatikóteroi) προβληματικότερες (provlimatikóteres) προβληματικότερα (provlimatikótera)
genitive προβληματικότερου (provlimatikóterou) προβληματικότερης (provlimatikóteris) προβληματικότερου (provlimatikóterou) προβληματικότερων (provlimatikóteron) προβληματικότερων (provlimatikóteron) προβληματικότερων (provlimatikóteron)
accusative προβληματικότερο (provlimatikótero) προβληματικότερη (provlimatikóteri) προβληματικότερο (provlimatikótero) προβληματικότερους (provlimatikóterous) προβληματικότερες (provlimatikóteres) προβληματικότερα (provlimatikótera)
vocative προβληματικότερε (provlimatikótere) προβληματικότερη (provlimatikóteri) προβληματικότερο (provlimatikótero) προβληματικότεροι (provlimatikóteroi) προβληματικότερες (provlimatikóteres) προβληματικότερα (provlimatikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προβληματικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προβληματικότατος (provlimatikótatos) προβληματικότατη (provlimatikótati) προβληματικότατο (provlimatikótato) προβληματικότατοι (provlimatikótatoi) προβληματικότατες (provlimatikótates) προβληματικότατα (provlimatikótata)
genitive προβληματικότατου (provlimatikótatou) προβληματικότατης (provlimatikótatis) προβληματικότατου (provlimatikótatou) προβληματικότατων (provlimatikótaton) προβληματικότατων (provlimatikótaton) προβληματικότατων (provlimatikótaton)
accusative προβληματικότατο (provlimatikótato) προβληματικότατη (provlimatikótati) προβληματικότατο (provlimatikótato) προβληματικότατους (provlimatikótatous) προβληματικότατες (provlimatikótates) προβληματικότατα (provlimatikótata)
vocative προβληματικότατε (provlimatikótate) προβληματικότατη (provlimatikótati) προβληματικότατο (provlimatikótato) προβληματικότατοι (provlimatikótatoi) προβληματικότατες (provlimatikótates) προβληματικότατα (provlimatikótata)

References

  1. ^ προβληματικός, προβληματική, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ s.v. πρόβλημα - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre