Hello, you have come here looking for the meaning of the word
στοιχίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
στοιχίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
στοιχίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
στοιχίζω you have here. The definition of the word
στοιχίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
στοιχίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /stiˈçi.zo/
- Hyphenation: στοι‧χί‧ζω
Verb
στοιχίζω • (stoichízo) (past στοίχισα, passive —)
- (finance) to cost
- Synonym: κοστίζω (kostízo)
- Το σπίτι αυτό του στοίχισε μια περιουσία. ― To spíti aftó tou stoíchise mia periousía. ― The house has cost him a fortune.
- to cost, claim
- Ο σεισμός στοίχισε πολλές ζωές. ― O seismós stoíchise pollés zoés. ― The earthquake claimed many lives.
Conjugation
στοιχίζω (active forms only)
|
Active voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
1 sg
|
στοιχίζω
|
στοιχίσω
|
2 sg
|
στοιχίζεις
|
στοιχίσεις
|
3 sg
|
στοιχίζει
|
στοιχίσει
|
|
1 pl
|
στοιχίζουμε, [‑ομε]
|
στοιχίσουμε, [‑ομε]
|
2 pl
|
στοιχίζετε
|
στοιχίσετε
|
3 pl
|
στοιχίζουν(ε)
|
στοιχίσουν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
1 sg
|
στοίχιζα
|
στοίχισα
|
2 sg
|
στοίχιζες
|
στοίχισες
|
3 sg
|
στοίχιζε
|
στοίχισε
|
|
1 pl
|
στοιχίζαμε
|
στοιχίσαμε
|
2 pl
|
στοιχίζατε
|
στοιχίσατε
|
3 pl
|
στοίχιζαν, στοιχίζαν(ε)
|
στοίχισαν, στοιχίσαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
1 sg
|
θα στοιχίζω ➤
|
θα στοιχίσω ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα στοιχίζεις, …
|
θα στοιχίσεις, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … στοιχίσει
|
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … στοιχίσει
|
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … στοιχίσει
|
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
στοίχιζε
|
στοίχισε
|
2 pl
|
στοιχίζετε
|
στοιχίστε
|
|
Other forms
|
Active present participle ➤
|
στοιχίζοντας ➤
|
Active perfect participle ➤
|
έχοντας στοιχίσει ➤
|
Passive perfect participle ➤
|
—
|
|
Nonfinite form ➤
|
στοιχίσει
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Verb
στοιχίζω • (stoichízo) (past στοίχισα, passive στοιχίζομαι, p‑past στοιχίστηκα/στοιχήθηκα, ppp στοιχισμένος / στοιχημένος)
- to arrange in rows, lines, line up, dress, align
Ο λοχίας στοίχισε τους άνδρες του.- O lochías stoíchise tous ándres tou.
- The sergeant lined up his men.
Conjugation
στοιχίζω στοιχίζομαι (for sense: "arrange in rows, align")
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
στοιχίζω
|
στοιχίσω
|
στοιχίζομαι
|
στοιχιστώ, στοιχηθώ
|
2 sg
|
στοιχίζεις
|
στοιχίσεις
|
στοιχίζεσαι
|
στοιχιστείς, στοιχηθείς
|
3 sg
|
στοιχίζει
|
στοιχίσει
|
στοιχίζεται
|
στοιχιστεί, στοιχηθεί
|
|
1 pl
|
στοιχίζουμε, [‑ομε]
|
στοιχίσουμε, [‑ομε]
|
στοιχιζόμαστε
|
στοιχιστούμε, στοιχηθούμε
|
2 pl
|
στοιχίζετε
|
στοιχίσετε
|
στοιχίζεστε, στοιχιζόσαστε
|
στοιχιστείτε, στοιχηθείτε
|
3 pl
|
στοιχίζουν(ε)
|
στοιχίσουν(ε)
|
στοιχίζονται
|
στοιχιστούν(ε), στοιχηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
στοίχιζα
|
στοίχισα
|
στοιχιζόμουν(α)
|
στοιχίστηκα, στοιχήθηκα
|
2 sg
|
στοίχιζες
|
στοίχισες
|
στοιχιζόσουν(α)
|
στοιχίστηκες, στοιχήθηκες
|
3 sg
|
στοίχιζε
|
στοίχισε
|
στοιχιζόταν(ε)
|
στοιχίστηκε, στοιχήθηκε
|
|
1 pl
|
στοιχίζαμε
|
στοιχίσαμε
|
στοιχιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
στοιχιστήκαμε, στοιχηθήκαμε
|
2 pl
|
στοιχίζατε
|
στοιχίσατε
|
στοιχιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
στοιχιστήκατε, στοιχηθήκατε
|
3 pl
|
στοίχιζαν, στοιχίζαν(ε)
|
στοίχισαν, στοιχίσαν(ε)
|
στοιχίζονταν, (στοιχιζόντουσαν)
|
στοιχίστηκαν, στοιχιστήκαν(ε), στοιχήθηκαν, στοιχηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα στοιχίζω ➤
|
θα στοιχίσω ➤
|
θα στοιχίζομαι ➤
|
θα στοιχιστώ / στοιχηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα στοιχίζεις, …
|
θα στοιχίσεις, …
|
θα στοιχίζεσαι, …
|
θα στοιχιστείς / στοιχηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … στοιχίσει
|
έχω, έχεις, … στοιχιστεί / στοιχηθεί είμαι, είσαι, … στοιχισμένος, ‑η, ‑ο / στοιχημένοςμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … στοιχίσει
|
είχα, είχες, … στοιχιστεί / στοιχηθεί ήμουν, ήσουν, … στοιχισμένος, ‑η, ‑ο / στοιχημένοςμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … στοιχίσει
|
θα έχω, θα έχεις, … στοιχιστεί / στοιχηθεί θα είμαι, θα είσαι, … στοιχισμένος, ‑η, ‑ο / στοιχημένοςμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
στοίχιζε
|
στοίχισε
|
—
|
στοιχίσου
|
2 pl
|
στοιχίζετε
|
στοιχίστε
|
στοιχίζεστε
|
στοιχιστείτε, στοιχηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
στοιχίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας στοιχίσει ➤
|
στοιχισμένος, ‑η, ‑ο / στοιχημένοςμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
στοιχίσει
|
στοιχιστεί, στοιχηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Only for sense "arrange in rows, align". • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- and see: στοίχος m (stoíchos, “row, line”)
Further reading