From ά- (“non”, privative α-) + κέφ(ι) (“high spirits”) + -ος (suffix for masculines).
άκεφος • (ákefos) m (feminine άκεφη, neuter άκεφο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άκεφος • | άκεφη • | άκεφο • | άκεφοι • | άκεφες • | άκεφα • |
genitive | άκεφου • | άκεφης • | άκεφου • | άκεφων • | άκεφων • | άκεφων • |
accusative | άκεφο • | άκεφη • | άκεφο • | άκεφους • | άκεφες • | άκεφα • |
vocative | άκεφε • | άκεφη • | άκεφο • | άκεφοι • | άκεφες • | άκεφα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άκεφος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άκεφος, etc.) |