Learned borrowing from Ancient Greek εὔθυμος (eúthumos).[1] By surface analysis, εύ- (éf-) + θυμός (thymós).
εύθυμος • (éfthymos) m (feminine εύθυμη, neuter εύθυμο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εύθυμος • | εύθυμη • | εύθυμο • | εύθυμοι • | εύθυμες • | εύθυμα • |
genitive | εύθυμου • | εύθυμης • | εύθυμου • | εύθυμων • | εύθυμων • | εύθυμων • |
accusative | εύθυμο • | εύθυμη • | εύθυμο • | εύθυμους • | εύθυμες • | εύθυμα • |
vocative | εύθυμε • | εύθυμη • | εύθυμο • | εύθυμοι • | εύθυμες • | εύθυμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύθυμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύθυμος, etc.) |