ακατανόητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ακατανόητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ακατανόητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ακατανόητος in singular and plural. Everything you need to know about the word ακατανόητος you have here. The definition of the word ακατανόητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofακατανόητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ακατανόητος (akatanóitosm (feminine ακατανόητη, neuter ακατανόητο)

  1. incomprehensible
    Synonyms: ακαταλαβίστικος (akatalavístikos), ακατάληπτος (akatáliptos), δυσνόητος (dysnóitos), απαρακολούθητος (aparakoloúthitos)
  2. inconceivable

Declension

Declension of ακατανόητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατανόητος (akatanóitos) ακατανόητη (akatanóiti) ακατανόητο (akatanóito) ακατανόητοι (akatanóitoi) ακατανόητες (akatanóites) ακατανόητα (akatanóita)
genitive ακατανόητου (akatanóitou) ακατανόητης (akatanóitis) ακατανόητου (akatanóitou) ακατανόητων (akatanóiton) ακατανόητων (akatanóiton) ακατανόητων (akatanóiton)
accusative ακατανόητο (akatanóito) ακατανόητη (akatanóiti) ακατανόητο (akatanóito) ακατανόητους (akatanóitous) ακατανόητες (akatanóites) ακατανόητα (akatanóita)
vocative ακατανόητε (akatanóite) ακατανόητη (akatanóiti) ακατανόητο (akatanóito) ακατανόητοι (akatanóitoi) ακατανόητες (akatanóites) ακατανόητα (akatanóita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατανόητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατανόητος, etc.)