From Ancient Greek ἀποκλείω. For sense 'exclude', Semantic loan from French exclure.[1] Morphologically, from απο- + κλείω.
αποκλείω • (apokleío) (past απέκλεισα/απόκλεισα, passive αποκλείομαι, p‑past αποκλείστηκα, ppp αποκλεισμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποκλείω | αποκλείσω | αποκλείομαι | αποκλειστώ, αποκλεισθώ3 |
2 sg | αποκλείεις | αποκλείσεις | αποκλείεσαι | αποκλειστείς, αποκλεισθείς |
3 sg | αποκλείει | αποκλείσει | αποκλείεται2 | αποκλειστεί, αποκλεισθεί |
1 pl | αποκλείουμε, [‑ομε] | αποκλείσουμε, [‑ομε] | αποκλειόμαστε | αποκλειστούμε, αποκλεισθούμε |
2 pl | αποκλείετε | αποκλείσετε | αποκλείεστε, αποκλειόσαστε | αποκλειστείτε, αποκλεισθείτε |
3 pl | αποκλείουν(ε) | αποκλείσουν(ε) | αποκλείονται | αποκλειστούν(ε), αποκλεισθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | απέκλεια | απέκλεισα, (απόκλεισα)1 | αποκλειόμουν(α) | αποκλείστηκα, αποκλείσθηκα3 |
2 sg | απέκλειες | απέκλεισες, απόκλεισες | αποκλειόσουν(α) | αποκλείστηκες, αποκλείσθηκες |
3 sg | απέκλειε | απέκλεισε, απόκλεισε | αποκλειόταν(ε) | αποκλείστηκε, αποκλείσθηκε3, {απεκλείσθη}4 |
1 pl | αποκλείαμε | αποκλείσαμε | αποκλειόμασταν, (‑όμαστε) | αποκλειστήκαμε, αποκλεισθήκαμε |
2 pl | αποκλείατε | αποκλείσατε | αποκλειόσασταν, (‑όσαστε) | αποκλειστήκατε, αποκλεισθήκατε |
3 pl | απέκλειαν, αποκλείαν(ε) | απέκλεισαν, αποκλείσαν(ε), απόκλεισαν | αποκλείονταν, (αποκλειόντουσαν) | αποκλείστηκαν, αποκλειστήκαν(ε), αποκλείσθηκαν3, {απεκλείσθησαν}4 |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποκλείω ➤ | θα αποκλείσω ➤ | θα αποκλείομαι ➤ | θα αποκλειστώ / αποκλεισθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποκλείεις, … | θα αποκλείσεις, … | θα αποκλείεσαι, … | θα αποκλειστείς / αποκλεισθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποκλείσει έχω, έχεις, … αποκλεισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποκλειστεί / αποκλεισθεί είμαι, είσαι, … αποκλεισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποκλείσει είχα, είχες, … αποκλεισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποκλειστεί / αποκλεισθεί ήμουν, ήσουν, … αποκλεισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποκλείσει θα έχω, θα έχεις, … αποκλεισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποκλειστεί / αποκλεισθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποκλεισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | απόκλειε | απόκλεισε | — | αποκλείσου |
2 pl | αποκλείετε | αποκλείστε | αποκλείεστε | αποκλειστείτε, αποκλεισθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποκλείοντας ➤ | αποκλειόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποκλείσει ➤ | αποκλεισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποκλείσει | αποκλειστεί, αποκλεισθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The second simple past forms, without internal augment, are less common. 2. Also as impersonal verb. 3. Formal types with -σθ- are less frequent. 4. Very formal types from the ancient aorist ἀπεκλείσθην from the conjugation of ἀποκλείω. In Modern Greek, used in the 3rd persons. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||