From Koine Greek διαφημίζω (diaphēmízō).[1] By surface analysis, διά- (diá-) + φήμη (fími) + -ίζω (-ízo).
διαφημίζω • (diafimízo) (past διαφήμισα, passive διαφημίζομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διαφημίζω | διαφημίσω | διαφημίζομαι | διαφημιστώ |
2 sg | διαφημίζεις | διαφημίσεις | διαφημίζεσαι | διαφημιστείς |
3 sg | διαφημίζει | διαφημίσει | διαφημίζεται | διαφημιστεί |
1 pl | διαφημίζουμε, [‑ομε] | διαφημίσουμε, [‑ομε] | διαφημιζόμαστε | διαφημιστούμε |
2 pl | διαφημίζετε | διαφημίσετε | διαφημίζεστε, διαφημιζόσαστε | διαφημιστείτε |
3 pl | διαφημίζουν(ε) | διαφημίσουν(ε) | διαφημίζονται | διαφημιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διαφήμιζα | διαφήμισα | διαφημιζόμουν(α) | διαφημίστηκα |
2 sg | διαφήμιζες | διαφήμισες | διαφημιζόσουν(α) | διαφημίστηκες |
3 sg | διαφήμιζε | διαφήμισε | διαφημιζόταν(ε) | διαφημίστηκε |
1 pl | διαφημίζαμε | διαφημίσαμε | διαφημιζόμασταν, (‑όμαστε) | διαφημιστήκαμε |
2 pl | διαφημίζατε | διαφημίσατε | διαφημιζόσασταν, (‑όσαστε) | διαφημιστήκατε |
3 pl | διαφήμιζαν, διαφημίζαν(ε) | διαφήμισαν, διαφημίσαν(ε) | διαφημίζονταν, (διαφημιζόντουσαν) | διαφημίστηκαν, διαφημιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διαφημίζω ➤ | θα διαφημίσω ➤ | θα διαφημίζομαι ➤ | θα διαφημιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαφημίζεις, … | θα διαφημίσεις, … | θα διαφημίζεσαι, … | θα διαφημιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαφημίσει έχω, έχεις, … διαφημισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαφημιστεί είμαι, είσαι, … διαφημισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαφημίσει είχα, είχες, … διαφημισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαφημιστεί ήμουν, ήσουν, … διαφημισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαφημίσει θα έχω, θα έχεις, … διαφημισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαφημιστεί θα είμαι, θα είσαι, … διαφημισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διαφήμιζε | διαφήμισε | — | διαφημίσου |
2 pl | διαφημίζετε | διαφημίστε | διαφημίζεστε | διαφημιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διαφημίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διαφημίσει ➤ | διαφημισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διαφημίσει | διαφημιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||