Hello, you have come here looking for the meaning of the word
εκτελώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
εκτελώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
εκτελώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
εκτελώ you have here. The definition of the word
εκτελώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
εκτελώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἐκτελέω (ekteléō, “complete, bring to an end”), from ἐκ- (ek-, “from, out of”) + τέλος (télos, “completion, end”) and a semantic loan from French exécuter. Sense "perform" developed in Medieval Greek. [1][2]
Pronunciation
- IPA(key): /e.kteˈlo/
- Hyphenation: ε‧κτε‧λώ
- Old Hyphenation: εκ‧τε‧λώ
Verb
εκτελώ • (ekteló) (past εκτέλεσα/εξετέλεσα, passive εκτελούμαι, p‑past εκτελέστηκα/εκτελέσθηκα, ppp εκτελεσμένος)
- (transitive) to carry out, execute, do (put into effect)
- Εκτέλεσα τις εντολές του. ― Ektélesa tis entolés tou. ― I carried out his orders.
- Εκτελώ τα καθήκοντά μου. ― Ekteló ta kathíkontá mou. ― I do my duty.
- (transitive, law) to execute, kill (put to death, both by judicial process or unlawfully)
- Εκτελέστηκε δι' αποκεφαλισμού. ― Ekteléstike di' apokefalismoú. ― He was executed by beheading.
- Η τρομοκρατική οργάνωση εκτέλεσε νεαρό. ― I tromokratikí orgánosi ektélese nearó. ― The terrorist group killed a young person.
- (transitive, music) to perform, execute (give a performance of)
- Εκτέλεσαν άψογα το κομμάτι του Μότσαρτ. ― Ektélesan ápsoga to kommáti tou Mótsart. ― They performed Mozart's piece brilliantly.
Conjugation
εκτελώ, εκτελούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
εκτελώ
|
εκτελέσω
|
εκτελούμαι
|
εκτελεστώ, (εκτελεσθώ)
|
2 sg
|
εκτελείς
|
εκτελέσεις
|
εκτελείσαι
|
εκτελεστείς, (εκτελεσθείς)
|
3 sg
|
εκτελεί
|
εκτελέσει
|
εκτελείται
|
εκτελεστεί, (εκτελεσθεί)
|
|
1 pl
|
εκτελούμε
|
εκτελέσουμε, [-ομε]
|
εκτελούμαστε, {εκτελούμεθα}
|
εκτελεστούμε, (εκτελεσθούμε)
|
2 pl
|
εκτελείτε
|
εκτελέσετε
|
εκτελείστε, {εκτελείσθε}
|
εκτελεστείτε, (εκτελεσθείτε)
|
3 pl
|
εκτελούν(ε)
|
εκτελέσουν(ε)
|
εκτελούνται
|
εκτελεστούν(ε), (εκτελεσθούν)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
εκτελούσα
|
εκτέλεσα, {εξετέλεσα}
|
[εκτελούμουν(α)]
|
εκτελέστηκα, (εκτελέσθηκα), [{εξετελέσθην}]
|
2 sg
|
εκτελούσες
|
εκτέλεσες, {εξετέλεσες}
|
[εκτελούσουν(α)]
|
εκτελέστηκες, (εκτελέσθηκες), [{εξετελέσθης}]
|
3 sg
|
εκτελούσε
|
εκτέλεσε, {εξετέλεσε}
|
εκτελούνταν, {εκτελείτο}
|
εκτελέστηκε, (εκτελέσθηκε), {εξετελέσθη}
|
|
1 pl
|
εκτελούσαμε
|
εκτελέσαμε
|
εκτελούμασταν, (‑ούμαστε)
|
εκτελεστήκαμε, (εκτελεσθήκαμε), [{εξετελέσθημεν}]
|
2 pl
|
εκτελούσατε
|
εκτελέσατε
|
[εκτελούσασταν, (‑ούσαστε)]
|
εκτελεστήκατε, (εκτελεσθήκατε), [{εξετελέσθητε}]
|
3 pl
|
εκτελούσαν(ε)
|
εκτέλεσαν, εκτελέσαν(ε), {εξετέλεσαν}
|
εκτελούνταν, {εκτελούντο}
|
εκτελέστηκαν, εκτελεστήκαν(ε), (‑σθηκαν), {εξετελέσθησαν}
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα εκτελώ ➤
|
θα εκτελέσω ➤
|
θα εκτελούμαι ➤
|
θα εκτελεστώ, (εκτελεσθώ) ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα εκτελείς, …
|
θα εκτελέσεις, …
|
θα εκτελείσαι, …
|
θα εκτελεστείς, (εκτελεσθείς), ...
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … εκτελέσει έχω, έχεις, … εκτελεσμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, ... εκτελεστεί, (εκτελεσθεί) είμαι, είσαι, … εκτελεσμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … εκτελέσει είχα, είχες, … εκτελεσμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, ... εκτελεστεί, (εκτελεσθεί) ήμουν, ήσουν, … εκτελεσμένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … εκτελέσει θα έχω, θα έχεις, … εκτελεσμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, έχεις, ... εκτελεστεί, (εκτελεσθεί) θα είμαι, θα είσαι, … εκτελεσμένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
εκτέλεσε
|
—
|
εκτελέσου
|
2 pl
|
εκτελείτε
|
εκτελέστε
|
εκτελείστε, {εκτελείσθε}
|
εκτελεστείτε, (εκτελεσθείτε)
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
εκτελώντας ➤
|
εκτελούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας εκτελέσει ➤
|
εκτελεσμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
εκτελέσει
|
εκτελεστεί, (εκτελεσθεί)
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms
- εκτέλεση f (ektélesi, “execution”) (action noun, for all senses above)
- εκτελεστής m (ektelestís, “performer, executor”), εκτελέστρια f (ekteléstria, “performer, executor”)
- εκτελεστικός (ektelestikós, “executive”) (adjective, for all senses above)
- εκτελώ χρέη (ekteló chréi, “to officiate, to deputize for”)
References
- ^ εκτελώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ εκτελώ - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre