Hello, you have come here looking for the meaning of the word
εν. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
εν, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
εν in singular and plural. Everything you need to know about the word
εν you have here. The definition of the word
εν will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
εν, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /en/ (unaccented, joined to the word following)
Etymology 1
Learned borrowing from Ancient Greek ἐν (en).
Preposition
εν • (en) (formal)
- in, into, at, within
- Synonym: σε (se) (standard)
- Antonyms: εκ (ek) (formal), από (apó) (standard)
Usage notes
Derived terms
Expressions with εν (ἐν) + ancient dative
In monotonic spelling (εν), and polytonic (ἐν) & dative, if different
- εν αγνοία (en agnoía, “unaware”), ἐν ἀγνοίᾳ
- εν αδίκω (en adíko, “in the wrong, at fault”), ἐν ἀδίκῳ
- εν αμύνη (en amýni, “in defence”), ἐν ἀμύνῃ
- εν αμφιβόλω (en amfivólo), ἐν ἀμφιβόλῳ
- εν ανάγκη (en anágki, “where necessary, if necessary”), ἐν ἀνάγκῃ
- εν αναμονή (en anamoní, “pending”), ἐν ἀναμονῇ
- εν ανεπαρκεία (en aneparkeía, “scarce”), ἐν ἀνεπαρκείᾳ
- εν αντιθέσει (en antithései, “on the other hand, in contrast”), ἐν ἀντιθέσει
- εν αποστρατεία (en apostrateía, “retired -of military-”), ἐν ἀποστρατείᾳ
- εν αρχή (en archí, “in the beginning”), ἐν ἀρχῇ
- εν γένει (en génei, “generally”)
- εν γνώσει (en gnósei, “knowingly”) + weak pronouns (μου, σου, του)
- εν δήμω (en dímo, “in public”), ἐν δήμῳ
- εν διαστάσει (en diastásei, “legally separated”)
- εν δικαίω (en dikaío), ἐν δικαίῳ
- εν δράσει (en drásei, “in action”)
- εν δυνάμει (en dynámei, “potentially”)
- εν εγρηγόρσει (en egrigórsei), ἐν ἐγρηγόρσει
- εν είδει (en eídei, “in the form, as”), ἐν εἴδει
- εν εκκρεμότητι (en ekkremótiti), ἐν ἐκκρεμότητι
- εν εκτάσει (en ektásei), ἐν ἐκτάσει
- εν ενεργεία (en energeía, “active, in current employment”), ἐν ἐνεργείᾳ
- εν εξάρσει (en exársei), ἐν ἐξάρσει
- εν εξελίξει (en exelíxei, “in progress”), ἐν ἐξελίξει
- εν έτει (en étei, “in the year...”), ἐν ἔτει
- εν ζωή (en zoḯ, “living, alive”), ἐν ζωῇ
- εν θερμώ (en thermó, “in the heat of the moment; in hot”), ἐν θερμῷ
- εν ισχύι (en ischýi, “in force, effective”), ἐν ἰσχύι
- εν καιρώ (en kairó, “in time of; eventually”), ἐν καιρῷ
- εν κατακλείδι (en katakleídi)
- εν κινήσει (en kinísei, “in motion”)
- εν κρυπτώ (en kryptó, “in secret”), ἐν κρυπτῷ
- εν λευκώ (en lefkó, “with a carte blanche”), ἐν λευκῷ
- article + εν λόγω (en lógo, “such, the said”), ἐν λόγῳ
- εν μέρει (en mérei, “partly”)
- εν ολίγοις (en olígois, “in short, in few words”), ἐν ὀλίγοις
- εν ονόματι (en onómati, “in the name of, on behalf of”), ἐν ὀνόματι
- ενόψει, εν όψει (en ópsei, “in view of”), ἐν ὄψει
- εν περιλήψει (en perilípsei, “in summary”)
- εν πλω (en plo, “while sailing”), ἐν πλῷ
- εν πομπή (en pompí), ἐν πομπῇ
- εν προκειμένω (en prokeiméno, “in this case”), ἐν προκειμένῳ
- εν πρώτοις (en prótois, “first of all”), ἐν πρώτοις
- εν πτήσει (en ptísei, “while flying, in-flight”)
- εν σπέρματι (en spérmati, “literally: in the seed; not yet fully formed”)
- εν στάσει (en stásei, “when stationary”)
- εν στολή (en stolí, “uniformed, in uniform”), ἐν στολῇ
- εν συνεχεία (en synecheía, “subsequently”), ἐν συνεχείᾳ
- εν συγκρίσει (en sygkrísei, “in comparison”)
- εν συνόλω (en synólo, “in total, collectively”), ἐν συνόλῳ
- εν συντομία (en syntomía, “briefly”), ἐν συντομίᾳ
- εν σχέσει (en schései, “in relation to, with regard to”)
- εν σώματι (en sómati, “all together -literally: in body-”)
- εντάξει (entáxei, “all right, OK”), ἐν τάξει (“in order”)
- εν τάχει (en táchei, “quickly, briefly”)
- εντέλει (entélei, “finally”), ἐν τέλει
- εν τούτοις (en toútois, “nevertheless, however, meanwhile”)
- εν χορώ (en choró, “all together”), ἐν χορῷ
- εν χρήσει (en chrísei, “in use”)
- εν ψυχρώ (en psychró, “in cold, in cold blood, cold-bloodedly”), ἐν ψυχρῷ
Phrases with εν + ancient dative
In monotonic spelling (εν), and polytonic (ἐν) & dative, if different
- ειρήσθω εν παρόδω (eirístho en paródo, “à propos”), εἰρήσθω ἐν παρόδῳ
- εν βρασμώ ψυχής (en vrasmó psychís, “literally: in boiling soul”), ἐν βρασμῷ ψυχῆς (law, criminology)
- εν εξάλλω καταστάσει (en exállo katastásei, “frantically”), ἐν ἐξάλλῳ καταστάσει
- εν ευθέτω χρόνω (en efthéto chróno, “in due course”), ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ
- εν κρυπτώ και παραβύστω (en kryptó kai paravýsto, “hole-and-corner”), ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ
- εν πάση περιπτώσει (en pási periptósei, “in any event”), ἐν πάσῃ περιπτώσει
- εν πλήρει συνειδήσει (en plírei syneidísei, “in good conscience”)
- εν πομπή και παρατάξει (en pompí kai paratáxei), ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει
- εν ριπή οφθαλμού (en ripí ofthalmoú, “in the blink of an eye, before you can say 'knife'”), ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ
- εν τη γενέσει (en ti genései, “at birth, in the beginning”), ἐν τῇ γενέσει
- εν τω γίγνεσθαι (en to gígnesthai, “in progress”), ἐν τῷ γίγνεσθαι
- εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ (en to metaxý, “meanwhile”), ἐν τῷ μεταξύ
- εν τοιαύτη περιπτώσει (en toiáfti periptósei, “that being the case”), ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει
- εν χορδαίς και οργάνοις (en chordaís kai orgánois), ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις
- τα εν οίκω μη εν δήμω (ta en oíko mi en dímo, “what is private not in public”), τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ
Etymology 2
The Ancient Greek ἕν n (“one”) used in set phrases.
Numeral
εν • (en)
- (archaic) Monotonic script of ἕν (hén)
- nominative/accusative neuter of ένας (énas) (one)
Usage notes
Used in gymnastics or military commands for marching:
- εν δυο εν δυο ― en dyo en dyo ― one two one two