From Ancient Greek εὐγενής (eugenḗs).
ευγενής • (evgenís) m (feminine ευγενής, neuter ευγενές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευγενής • | ευγενής • | ευγενές • | ευγενείς • | ευγενείς • | ευγενή • |
genitive | ευγενούς • / ευγενή • | ευγενούς • | ευγενούς • | ευγενών • | ευγενών • | ευγενών • |
accusative | ευγενή • | ευγενή • | ευγενές • | ευγενείς • | ευγενείς • | ευγενή • |
vocative | ευγενή • / ευγενής • | ευγενής • | ευγενές • | ευγενείς • | ευγενείς • | ευγενή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευγενής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευγενής, etc.) |
ευγενής • (evgenís) m or f (plural ευγενείς)