From μέτρον (métron) + -ιος (-ios).
μέτρῐος • (métrios) m (feminine μετρίᾱ, neuter μέτρῐον); first/second declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | μέτρῐος métrios |
μετρῐ́ᾱ metríā |
μέτρῐον métrion |
μετρῐ́ω metríō |
μετρῐ́ᾱ metríā |
μετρῐ́ω metríō |
μέτρῐοι métrioi |
μέτρῐαι métriai |
μέτρῐᾰ métria | |||||
Genitive | μετρῐ́ου metríou |
μετρῐ́ᾱς metríās |
μετρῐ́ου metríou |
μετρῐ́οιν metríoin |
μετρῐ́αιν metríain |
μετρῐ́οιν metríoin |
μετρῐ́ων metríōn |
μετρῐ́ων metríōn |
μετρῐ́ων metríōn | |||||
Dative | μετρῐ́ῳ metríōi |
μετρῐ́ᾳ metríāi |
μετρῐ́ῳ metríōi |
μετρῐ́οιν metríoin |
μετρῐ́αιν metríain |
μετρῐ́οιν metríoin |
μετρῐ́οις metríois |
μετρῐ́αις metríais |
μετρῐ́οις metríois | |||||
Accusative | μέτρῐον métrion |
μετρῐ́ᾱν metríān |
μέτρῐον métrion |
μετρῐ́ω metríō |
μετρῐ́ᾱ metríā |
μετρῐ́ω metríō |
μετρῐ́ους metríous |
μετρῐ́ᾱς metríās |
μέτρῐᾰ métria | |||||
Vocative | μέτρῐε métrie |
μετρῐ́ᾱ metríā |
μέτρῐον métrion |
μετρῐ́ω metríō |
μετρῐ́ᾱ metríā |
μετρῐ́ω metríō |
μέτρῐοι métrioi |
μέτρῐαι métriai |
μέτρῐᾰ métria | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
μετρῐ́ως metríōs |
μετρῐώτερος metriṓteros |
μετρῐώτᾰτος metriṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
From Ancient Greek μέτριος (métrios).
μέτριος • (métrios) m (feminine μέτρια, neuter μέτριο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μέτριος • | μέτρια • | μέτριο • | μέτριοι • | μέτριες • | μέτρια • |
genitive | μέτριου • | μέτριας • | μέτριου • | μέτριων • | μέτριων • | μέτριων • |
accusative | μέτριο • | μέτρια • | μέτριο • | μέτριους • | μέτριες • | μέτρια • |
vocative | μέτριε • | μέτρια • | μέτριο • | μέτριοι • | μέτριες • | μέτρια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μέτριος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μέτριος, etc.) |
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μετριότερος • | μετριότερη • | μετριότερο • | μετριότεροι • | μετριότερες • | μετριότερα • |
genitive | μετριότερου • | μετριότερης • | μετριότερου • | μετριότερων • | μετριότερων • | μετριότερων • |
accusative | μετριότερο • | μετριότερη • | μετριότερο • | μετριότερους • | μετριότερες • | μετριότερα • |
vocative | μετριότερε • | μετριότερη • | μετριότερο • | μετριότεροι • | μετριότερες • | μετριότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μετριότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μετριότατος • | μετριότατη • | μετριότατο • | μετριότατοι • | μετριότατες • | μετριότατα • |
genitive | μετριότατου • | μετριότατης • | μετριότατου • | μετριότατων • | μετριότατων • | μετριότατων • |
accusative | μετριότατο • | μετριότατη • | μετριότατο • | μετριότατους • | μετριότατες • | μετριότατα • |
vocative | μετριότατε • | μετριότατη • | μετριότατο • | μετριότατοι • | μετριότατες • | μετριότατα • |