μέτριος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μέτριος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μέτριος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μέτριος in singular and plural. Everything you need to know about the word μέτριος you have here. The definition of the word μέτριος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμέτριος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Alternative forms

Etymology

From μέτρον (métron) +‎ -ιος (-ios).

Pronunciation

 

Adjective

μέτρῐος (métriosm (feminine μετρίᾱ, neuter μέτρῐον); first/second declension

  1. moderate, average, mean

Declension

Descendants

  • Translingual: Metrius

Further reading

Greek

Etymology

From Ancient Greek μέτριος (métrios).

Pronunciation

Adjective

μέτριος (métriosm (feminine μέτρια, neuter μέτριο)

  1. medium, mediocre, ordinary, mild
    ένας άνδρας μετρίου αναστήματοςénas ándras metríou anastímatosa man of medium height
    ένας άνθρωπος με μέτρια νοημοσύνηénas ánthropos me métria noïmosýnia man of moderate intelligence
  2. α coffee with medium sugar
    Ένα μέτριο παρακαλώ!Éna métrio parakaló!A medium sweet coffee please!
  3. (by extension) unexaggerated

Declension

Declension of μέτριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μέτριος (métrios) μέτρια (métria) μέτριο (métrio) μέτριοι (métrioi) μέτριες (métries) μέτρια (métria)
genitive μέτριου (métriou) μέτριας (métrias) μέτριου (métriou) μέτριων (métrion) μέτριων (métrion) μέτριων (métrion)
accusative μέτριο (métrio) μέτρια (métria) μέτριο (métrio) μέτριους (métrious) μέτριες (métries) μέτρια (métria)
vocative μέτριε (métrie) μέτρια (métria) μέτριο (métrio) μέτριοι (métrioi) μέτριες (métries) μέτρια (métria)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μέτριος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μέτριος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μετριότερος (metrióteros) μετριότερη (metrióteri) μετριότερο (metriótero) μετριότεροι (metrióteroi) μετριότερες (metrióteres) μετριότερα (metriótera)
genitive μετριότερου (metrióterou) μετριότερης (metrióteris) μετριότερου (metrióterou) μετριότερων (metrióteron) μετριότερων (metrióteron) μετριότερων (metrióteron)
accusative μετριότερο (metriótero) μετριότερη (metrióteri) μετριότερο (metriótero) μετριότερους (metrióterous) μετριότερες (metrióteres) μετριότερα (metriótera)
vocative μετριότερε (metriótere) μετριότερη (metrióteri) μετριότερο (metriótero) μετριότεροι (metrióteroi) μετριότερες (metrióteres) μετριότερα (metriótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μετριότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μετριότατος (metriótatos) μετριότατη (metriótati) μετριότατο (metriótato) μετριότατοι (metriótatoi) μετριότατες (metriótates) μετριότατα (metriótata)
genitive μετριότατου (metriótatou) μετριότατης (metriótatis) μετριότατου (metriótatou) μετριότατων (metriótaton) μετριότατων (metriótaton) μετριότατων (metriótaton)
accusative μετριότατο (metriótato) μετριότατη (metriótati) μετριότατο (metriótato) μετριότατους (metriótatous) μετριότατες (metriótates) μετριότατα (metriótata)
vocative μετριότατε (metriótate) μετριότατη (metriótati) μετριότατο (metriótato) μετριότατοι (metriótatoi) μετριότατες (metriótates) μετριότατα (metriótata)